Κρατεῖ μὲν Ἄτλας μυθικῶς ὤμοις πόλον,
Κρατεῖ δ’ ἀληθῶς Μᾶρκος Ὀρθοδοξίαν.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς γεννήθηκε τὸ 1392 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὺς γονεῖς,τὸν ἀρχιδικαστή, σακελλίων καὶ διάκονο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γεώργιο καὶ τὴ Μαρία ποὺ
ἦταν κόρη τοῦ εὐσεβοῦς ἰατροῦ Λουκᾶ. Μαθήτευσε στοὺς πλέον φημισμένους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του, τὸν Ἰωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ἰγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυβρίας) καὶ τὸν μαθηματικὸ καὶ φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστὸ Πλήθωνα. Δίδασκε στὸ φροντιστήριο τοῦ πατέρα του καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, τὸν διαδέχθηκε στὸ διδασκαλικὸ ἐπάγγελμα.Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καὶ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του, ποὺ διέπρεψαν ἀργότερα, ἦταν ὁ Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (ὁ πρῶτος μετὰ τὴν πτώσιν τῆς Πόλεως Πατριάρχης), ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός, ὁ Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας καὶ ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης ὁ Εὐγενικός.
Στὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ γι΄αὐτὸ ἔφυγε σὲ μιὰ Μονὴ στὶς Πριγκηπονήσους. Ἐκεῖ ἐτάχθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία ἐνάρετου μοναχοῦ, τοῦ
Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Ἐμμανουήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, σὲ Μᾶρκο. Κατόπιν ἀπὸ τὰ νησιὰ αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν Μαγκάνων,ὅπου χειροτονήθηκε Ἱερέας. Ἀφοῦ ἔγινε κληρικός, τὸ 1436 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου. Ἀκολούθησε τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Παλαιολόγο στὴ Φεράρα καὶ τὴ Φλωρεντία,ὅπου πραγματοποιήθηκε Σύνοδος γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.Ἐκεῖ ὁ Μᾶρκος ἀνεδείχθη ὁ θερμότερος καὶ στερεότερος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας,ἀρνούμενος νὰ ὑπογράψει τὸν ὅρο τῆς ψευδοενώσεως, ἔτσι ποὺ ὅταν ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 - 1447 μ.Χ.) πληροφορήθηκε τὴν ἀπόφασή του εἶπε: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».Μετὰ τὴν προδοτικὴ ἕνωση τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας οἱ Βυζαντινοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἰταλία. Ὁ αὐτοκράτορας παρέλαβε τὸν Ἅγιο Μᾶρκο στὸ αὐτοκρατορικὸ πλοῖο. Ὕστερα ἀπὸ ταξίδι τρεισήμισι μηνῶν ἔφθασαν τελικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ οἱ κάτοικοι δέχθηκαν μὲ αἰσθήματα ἐχθρικὰ καὶ ἀποδοκίμασαν αὐτοὺς ποὺ ὑπέγραψαν τὴν ἕνωση, ἀλλὰ ἐπιδοκίμασαν καὶ τίμησαν τὸν Ἅγιο Μᾶρκο ὅπως ἀναφέρει ὁ ὑβριστής του γραικολατῖνος ἐπίσκοπος Μεθώνης Ἰωσήφ: «ὁ Ἐφέσου εἶδε τὸ πλῆθος δοξάζων αὐτὸν ὡς μὴ ὑπογράψαντα καὶ προσεκύνουν αὐτῷ οἱ ὄχλοι καθάπερ Μωϋσῇ καὶ Ἀαρὼν καὶ εὐφήμουν αὐτὸν καὶ ἅγιον ἀπεκάλουν» (PG 159, 992).Στὶς 4 Μαΐου 1440 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναγκάστηκε νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα,
διότι κινδύνευε ἡ ζωή του, καὶ νὰ πάει στὴν Ἔφεσο ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐκεῖ,ἀφοῦ ποίμανε γιὰ λίγο τὸ ποίμνιό του, ἀναγκάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἑνωτικούς,νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἔφεσο καὶ μπῆκε στὸ πλοῖο ποὺ πήγαινε στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἶχε ἀποφασίσει νὰ περάσει τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Ὅταν ὅμως τὸ πλοῖο ἔκαμε σταθμὸ στὴ Λῆμνο ὁ Ἅγιος ἀνεγνωρίσθη καὶ ἀμέσως συνελήφθη, κατόπιν αὐτοκρατορικῆς ἐντολῆς καὶ
φυλακίσθηκε ἐκεῖ γιὰ δύο χρόνια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του ὑπέφερε πολύ, ἀλλὰ ὅπως ἔγραψε στὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη τὸν ἐν Εὐβοία «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τῆς ἀληθείας δύναμης οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ εὐοδοῦται, καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τῆ ἐμῆ ἐξορία θαρροῦντες βάλλουσι τοῖς ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως...» Ἀπὸ τὴν Λῆμνο ὁ Ἅγιος ἐξαπέλυσε τὴν περίφημο ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρὸς τοὺς
ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Μὲ αὐτὴν ἐλέγχει αὐστηρῶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ποὺ ἀποδέχθηκαν τὴν ἕνωση καὶ μὲ ἀδιάσειστα στοιχεῖα ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Λατίνοι εἶναι καινοτόμοι καὶ γι'αὐτὸ λέει: «ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν». Καλεῖ δὲ ὁ Ἅγιος τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποφεύγουν τοὺς ἑνωτικούς, διότι αὐτοὶ εἶναι «ψευδαπόστολοι καὶ ἐργάται δόλιοι».
Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος λόγω τῆς ἀσθενείας του δὲν μπόρεσε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ Ἅγιο Ὄρος, ἀλλά ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μετὰ τιμῶν ὡς ἅγιος καὶ ὁμολογητής. Ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων ὁ νέος ὁμολογητὴς διηύθυνε τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ἑνωτικῶν, γράφοντας ἐπιστολὲς στοὺς μοναχοὺς καὶ κληρικοὺς ἐνθαρρύνοντάς τους νὰ κρατοῦν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ νὰ μὴ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἑνωτικούς.
Οἱ διωγμοί, οἱ ἐξουθενώσεις καὶ οἱ πιέσεις ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ., ἀφοῦ εἶχε καλέσει κοντά του τὰ πνευματικά
του τέκνα καὶ ἀνέθεσε στὸν Γεώργιο Σχολάριο τὴν ἀρχηγία τοῦ ἀνθενωτικοῦ ἀγώνα,ἀπεδήμησεν εἰς Κύριον. Ἦταν μόλις 52 ἐτῶν. Στὸν ἐπικήδειο λόγο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ Γεώργιος
Σχολάριος, ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ Ὅσιος «ἐν ἱερεύσει διέπρεψεν, ἐν ἀρχιερεύσιν διέλαμψεν, ἤθλησεν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας πάνυ καλῶς ἀδάμαντος στερεώτερος ὤφθη πρὸς τὴν μετάθεσιν... νῦν γυμνῇ τῇ ψυχῇ τῆς μακαριότητος ἐμφορεῖται ἣν ἐπέγνω καλῶς καὶ λαβεῖν ἐντεῦθεν ἐσπούδασε τὴν ἐν Χριστῷ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν∙ καὶ σύνεστι τοῖς ἱεροῖς διδασκάλοις τῆς πίστεως, πάντων εἵνεκα δίκαιος ὣν ἐκείνοις συντάττεσθαι». Ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμησή του, ὁ Μᾶρκος τιμήθηκε ὡς Ἅγιος καὶ Ὁμολογητής. Αὐτὸ μαρτυρεῖ μὲ πόνο καὶ ὁ σύγχρονος καὶ ἄσπονδος ἐχθρός του Ἰωσήφ, οὐνίτης ἐπίσκοπος Μεθώνης, λέγων: «ὥσπερ πολλοὺς μὲν καὶ ἄλλους, καὶ τὸν καλούμενον Παλαμᾶν, καὶ τὸν Ἐφέσου Μᾶρκον, ἀνθρώπους οὔτ'ἄλλως φρενήρεις, ἀλλὰ καὶ δοξοσοφίας ἐμπεπλησμένους, μηδεμίαν ἀρετήν ἢ ἁγιωσύνην ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντας, μόνον διὰ τὸ λέγειν καὶ συγγράφειν κατὰ Λατίνων, δοξάζετε καὶ ὑμνεῖτε,καὶ εἰκόνας ἐγκοσμεῖτε αὐτοῖς καὶ πανηγυρίζοντες, στέργετε αὐτοὺς ὡς ἁγίους καὶ προσκυνεῖτε» (PG 159, 1357). Οἱ ἀγῶνες τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ του Γενναδίου ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὴν μεγάλη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τελείωσε τὸ 1484 μ.Χ. καὶ κατέγραψε τὰ ὀνόματά τους, ὡς Πατέρων Ἁγίων, στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ φαινόμενον Μᾶρκος Εὐγενικός.
Ἀπὸ τὰ λίγα παραπάνω βιογραφικὰ στοιχεία γιὰ τὸν γίγαντα τῆς πίστεώς μας,παρατηροῦμε ὅτι συγκριτικὰ μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχή, ὁ Ἅγιος εἶναι φωτεινὸς ὁδοδείκτης, ποὺ
μᾶς φωταγωγεῖ τὸν δρόμο τῶν Πατέρων στὴν ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τότε, οἱ φιλενωτικοὶ πίεζαν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ δεχθοῦν τὴν παράνομη ἕνωση μὲ τὸν Πάπα a priori καὶ στὴν οὐσία, νὰ τὸν δεχθοῦν ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας. Σήμερα, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ τὸ συνάφι του, μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἔκαναν τὴν ἕνωση μὲ τὶς λοιπὲς «ἐκκλησίες», ἢ καλύτερα, ὑπέταξαν τὴν ὀρθοδοξία (τὴν δική τους «ὀρθοδοξία») στὸν
παπισμό, τὸν προτεσταντισμό, καὶ μὲ πιὸ ἀπλὰ λόγια, στὴν μασωνία ὅπου καὶ αὐτοὶ ἀνήκουν καὶ στὴν νέα τάξη πραγμάτων τοῦ ἀντιχρίστου καὶ ἐπιβάλλουν ἐτσιθελικὰ αὐτὴν τὴν δαιμονικὴ ἕνωση.
Τὸτε ὁ μονομάχος καὶ ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, κράτησε μόνος του τὴν σωτήριο ὁμολογία. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς σήμερα, πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸν Ἅγιο καὶ νὰ μὴν ὑποταχθοῦμε στὸν ἀντίχριστο Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ ὀρθοδόξως καὶ εὐαρέστως. Ὅπως ἔπραξαν οἱ μεγάλοι προκάτοχοί του
Ἀθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Θεόδωρος Στουδίτης,Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ πλῆθος Ἁγίων, ἔτσι καὶ αὐτός, μὲ τὸ παραπάνω, τίμησε τὴν
ἀρχιερωσύνη του καὶ τὸ μοναχικό του σχῆμα, δίνοντας τὴν καλὴ ὁμολογία καὶ μαρτυρία ὑπὲρ τῆς πίστεως.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ «τιμὴ Ἁγίου, μίμησις Ἁγίου», δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μᾶς νὰ τὸν τιμοῦμε μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἅγιος θέλει, εἶναι νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν πράξη. Δηλαδή, νὰ
κάνουμε ὅ,τι καὶ αὐτὸς ἔκανε. Νὰ ὁμολογήσουμε εὐθαρσῶς τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ διακόψουμε κάθε σχέση μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀντίχριστους οἰκουμενιστὲς καὶ νὰ γίνουμε διαπύρσιοι κήρυκες τῆς πίστεώς μας ὅπως αὐτὸς ἔκανε.
Λέει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: «…Νὰ συμβουλεύσεις δὲ τοὺς Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφεύγουν μὲ κάθε τρόπο τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν λατινόφρονα Μητροπολίτη τους (ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σὲ ἀκαθαίρετο κληρικὸ) καὶ οὔτε νὰ συλλειτουργοῦν μαζί του, οὔτε νὰ τὸν μνημονεύουν καθόλου, οὔτε νὰ τὸν θεωροῦν ἀρχιερέα, ἀλλὰ ὡς μισθωτὸ λύκο! …Νὰ ἀποφεύγετε λοιπὸν καὶ ἐσεῖς ἀδελφοί, τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους καὶ τὸ μνημόσυνο τῶν ἀμνημονεύτων. Ὁ Λατινόφρων αὐτὸς θὰ καταδικαστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Λατίνους καὶ θὰ θεωρηθεῖ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως».Δηλαδὴ ὁ οἰκουμενιστὴς θὰ καταδικασθεῖ μὲ τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικοὺς καὶ θὰ θεωρηθεῖ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως. Νὰ ἀποφεύγουμε δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθοῦμε εἰς αἰώνιον θάνατον!!!!
.… «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τὶς ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους, ἢ κἀκείνων πολλῷ δήπου χείρονας, ὡς χριστέμπορους καὶ χριστοκάπηλους… Φεύγετε οὖν αὐτοὺς ἀδελφοί, καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν. Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς
ἀποστόλους Χριστοῦ».
Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἐγείρει ζητήματα ὅπως ἡ ἀναγκαιότητα Συνοδικῆς ἔγκρισης, ὁ κίνδυνος σχίσματος, ἢ τάχα τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία, ἢ ζήτημα ἐφαρμογῆς οἰκονομίας, ἢ χάρη τῆς εἰρήνης, ἢ χάρη τῆς συνέχισης τοῦ κηρύγματος.
Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ψευδο-ένωσης στὴ Φερράρα-Φλωρεντία ὁ Ἅγ. Μᾶρκος εἶπε: «Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ὅσον ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τούτου (τοῦ Πατριάρχη) καὶ ἀπὸ τοὺς τοιούτους (τοὺς Λατινόφρονες καὶ σήμερα τοὺ οἰκουμενιστὲς) τόσον προσεγγίζω πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ ὅσον περισσότερον χωρίζομαι ἀπὸ αὐτοὺς τόσον περισσότερον ἑνοῦμαι μὲ τὴν ἀλήθειαν».
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ θέλοντες νὰ συνεχίσουμε τὴν ἁγιοπατερικὴ παράδοση,δηλώνουμε, ἐπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσιν καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅτι ὅσο ἀπομακρυνόμαστε
ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, τόσο ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό!!! Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ΜΟΝΟΝ ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΤΟΝ 15ο ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΒ’ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΛΕΓΟΥΝ ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ καὶ τοὺς Ἅγίους του.
Καὶ πάλι μᾶς λέει ὁ Ἅγιος: «Ὅσοι προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη,κοινωνοῦν (μνημονεύουν) δὲ μὲ τοὺς ἑτερόφρονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τὴν σύστασή σας δὲν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὄχι μόνο νὰ τοὺς ἔχετε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζετε».
Ποῦ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν τὸν Μητροπολίτη Πειραιῶς, τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καὶ τοὺς ὅμοιούς τους ὡς ὀρθοδόξους καὶ ὡς ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγο τῆς
ἀληθείας;
Ποῦ εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μᾶς κατηγοροῦν γιὰ σχίσμα; Ἂς κατηγορήσουν πρῶτον τὸν Ἅγιο Μᾶρκο καὶ μετὰ ἂς κατηγορήσουν καὶ ἐμᾶς. Μὲ χαρά μας θὰ δεχθοῦμε αὐτὴν τὴν κατάταξη μὲ τοὺς Ἁγίους, ἀφοῦ καὶ αὐτοὺς τοὺς θεωροῦσαν «πλανεμένους».
Ἐμεῖς τὸ πτωχὸ καὶ μικρὸ ποίμνιο προτιμοῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαχρονικὴ ἱερὰ παράδοση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, γενόμενοι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καὶ τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἂς ἔχουμε πίστη σταθερὴ καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅστις μᾶς ὑποσχέθηκε διὰ τὴν ὄντως Ἐκκλησία Του ὅτι καὶ «πῦλαι ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Ἂς μὴν λιγοψυχοῦμε, ἀλλὰ ἂς μείνουμε στερεοὶ μὲ τὴν χάρη Του, ἔστω καὶ ἂν ὅλοι μᾶς ἐγκαταλείψουν καὶ μείνουμε μόνοι μας, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν νῦν ἑορταζόμενο Ἅγιο, ποὺ ὅλοι
τὸν ἐγκατέλειψαν. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς μιμούμενοι αὐτὸν καὶ τὸν Παῦλο ἂς ἀναφωνήσουμε: «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε ζωή, οὔτε Ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχαί,οὔτε Δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν” (Ρωμ. Η΄ 35). «Τὰ πάντα σκύβαλα ἡγοῦμαι ἵνα Χριστὸν κερδίσω». Ὁ ἀγῶνας τῆς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι σκληρός, μοναχικὸς καὶ γεμᾶτος ἀπὸ συκοφαντίες καὶ πόνο.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, μᾶς παροτρύνει καὶ μᾶς δίνει ἐντολή, « εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» 1
Ἂν θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Κύριό μας, θὰ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, νὰ ἀνεβοῦμε τὸν Γολγοθᾶ, νὰ σταυρωθοῦμε καὶ νὰ ἀναστηθοῦμε, ὥστε νὰ
συμβασιλεύσουμε καὶ μαζί του. Θὰ πρέπει νὰ δώσουμε τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ αὐτὴν νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ πάλι τὸν Κυριακὸ λόγο · πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ· ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. 2
Μὴν ἀπογοητευόμαστε ἂν εἴμαστε λίγοι καὶ μειοψηφία. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν. 3 Σύμφωνα μὲ αὐτό,ὁ μακαριστὸς π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, τὸ 1970 εἶπε κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι ἄκρως ἐπίκαιρο καὶ προφητικό. Εἶναι τὸ ἐξῆς: «Ναί, εἴμαστε μία μειοψηφία. Ναί, ἡ ὑπόλοιπη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει – καὶ θὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές της... Ναί,εἴμαστε συνειδητοὶ ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ποδοπατοῦν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες. Ἀλλὰ πῶς εἴμαστε διαφορετικοὶ σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν 4ο αἰώνα, ποὺ βρῆκε κάθε ναὸ στὴν πόλη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, στὰ χέρια
τῶν Ἀρειανῶν;
Πῶς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τρεῖς Πατριάρχες εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς
Μονοθελητές, δήλωσε: «Ἀκόμη καὶ ἂν ὅλος ὁ κόσμος κοινωνήσει μαζί τους, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ τὸ κάνω!»;
Πῶς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀψήφισε μία«Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» καὶ κάθε ἱεραρχία μὲ τὴν «καθαρή, σεκταριστική,παραληρηματικὴ» πεποίθηση ὅτι μόνος του ἦταν στὴν ἀλήθεια;! 4
Εὔχομαι ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, νὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ νὰ τὸν τιμήσουμε μὲ τὴν μίμηση τοῦ βίου του, νὰ κρατήσουμε τὴν πίστην ὅπου ἐλάβομεν ἀκεραίαν καὶ ἀκαινοτόμητον ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοὺς ὑπολοίπους Ἁγίους μας, ἔστω καὶ ἂν χρειασθεῖ νὰ διωχθοῦμε μέχρι θανάτου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσουμε τὴν καλὴ ἀπολογία ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις,σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ
ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης.
1 Ματθ 16, 24-26
2 Λουκ. 12, 8-9
3 Λουκ. 12, 32.
4 (π. Σεραφεὶμ Ρόουζ, ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1970)
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΡΗΤΕΣ