Εισαγωγή
Γέροντας Σάββας ο Λαυριώτης
Τό παρόν πόνημα εἶναι καρπός παρακλήσεως πολλῶν πατέρων καί ἀδελφῶν ὅπου ἐπιμόνως ἐζητοῦσαν τήν ἔγκυρην ἐνημέρωση ὑπό τό Φώς τῶν Πατέρων στό θέμα τῆς ἐρμηνείας τοῦ 15ου κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας συνόδου ἐπί μεγάλου Φωτίου. Ἕτσι πιεζόμενοι ἀπό τήν ἀγάπη, μέ φόβῳ Θεοῦ καί ἐν ἀληθείᾳ προβαίνουμε σέ αὐτήν τήν μικρή ἔκδοση, ἔτσι ὥστε ὁ πιστός νά ἔχει στά χέρια του ὄπλον κατά τῶν δοκισισόφων αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν, περί τό πώς πρέπει νά πράξουμε ἔναντι στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί τό πώς πρέπει νά ἀντικρούωμεν τά σαθρά ἐπιχειρήματα αὐτῶν πού θέλουν νά παραμείνουν στήν αἰχμαλωσία τῆς αἱρέσεως, παρασύροντας ὄμως καί τούς καλοπροαίρετους πιστούς πού θέλουν νά μάθουν τήν ἀλήθεια πού ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσω τῶν πατέρων μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ.
Ἐλπίζουμε ἡ παροῦσα σύντομη μελέτη θά βοηθήσει τά μάλα γιά ὄσους ἔχουν ἀμφιβολίες, στό ἄν θά πρέπει ὁ Ὀρθόδοξος νά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές ἐπισκόπους ὅπου δέχονται τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, καί συνεπῶς ἀποδέχονται καί ἐπίσημα τόν Οἰκουμενισμό, καί πώς θά παραμείνουν ἐντός Ἐκκλησίας, ἐνωμένοι διαχρονικά μέ τόν Χριστό καί τούς ἁγίους μας, καί συνεπώς ἐντός τῆς Κιβωτοῦ τῆς Σωτηρίας πού εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐπίσης τό παρόν εἶναι ἀφιερωμένο καί γιά ὄσους, καλοπροαιρέτως ἀπό φόβο μήν πλανηθοῦν, δέν ἐξέρχονται τῆς αἱρέσεως, καί ἔχουν ἀκόμη κοινωνία μέ αὐτήν.
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕʹ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ
ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (861-2 μ. Χ).
« Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί. Καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί» (Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Συγγραμ. Β’, 627) « μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα». (Ἔνθ’ ἀν.)
«Καὶ ἡ γυνὴ (Ἐκκλησία) ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον ἡτοιμασμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἐκεῖ τρέφωσιν αὐτὴν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα.»(Ἀποκ.12, 6)
«Ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ αἱρετικοὺς» (Ἅγιος Χρυσόστομος PG.99,1048).
«Κάθε κληρικὸ τοῦ ὁποίου ἡ πίστις, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μέ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων πατέρων νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν οἰκία μας. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡς δαίμονα, ἔστω κι ἄν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει μύρια θαύματα» (Ἁγίου Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Λόγος 6ος).
«Οἱ μὲν αἱρετικοὶ τέλεον περί τὴν πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεμποτίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, 1116A).
«Οἷς τὸ μνημόσυνον καὶ ἡ κοινωνία ἀπωλείας πρόξενα, τούτοις ἡ παῦσις καὶ ἡ διάστασις γίνεται σωτηρίας ὑπόθεσις» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος).
«Κοινωνοῦμεν οὕς μνημονεύομεν καὶ μνημονεύομεν οἷς κοινωνοῦμεν» (Δοσίθεος Ἱεροσολύμων).
« Ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνισία προστατεύει ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλλοτριότητα» (Ἁγίου Νεκτάριου Αἰγίνης, Περὶ σχέσεως μὲ αἱρετικοὺς, ἔκδ. Παναγόπουλος).
« Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα τούτων τὴν κοινωνίαν πρoσήκει φεύγειν» (Μ. Ἀθανασίου P.G., 26. 1188BC). Aὐτῶν τῶν ὁποίων τὸ μὴ ὀρθόδοξον φρόνημα ἀποστρεφόμεθα εἶναι φυσικὸν καὶ καθῆκον μας νὰ ἁποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία μαζὶ τους.
« Πολύ συχνά τό μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας. Εἶναι δυνατόν νά εἶναι Καθολική Ἐκκλησία τό «μικρόν ποίμνιον». Ἴσως ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι παρά Ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατόν νά ἐξαπλωθοῦν οἱ αἱρετικοί παντοῦ καί νά καταλήξῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τό περιθώριον τῆς Ἰστορίας ἤ νά ἀποσυρθῇ εἰς τήν ἔρημον.
Αὐτό συνέβη κατ’ ἐπανάληψιν εἰς τήν Ἰστορίαν καί εἶναι πολύ πιθανόν νά συμβῇ καί πάλιν...... (Πρ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησίας, Παράδοσις, Θεσσαλ. 1977, σσ. 71, 75).
«Ἐλευθέραν καί ζῶσαν Ἐκκλησίαν σφοδρῶς ἀμφιβάλλω ἐάν θά ἀξιωθῶμεν νά ἀπολαύσωμεν.» (Ἱερομ. Θεοδωρήτου Ἁγιορείτου, Τό ἀντίδοτον σ. 95)
Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ αἵρεσις παρομοιάζεται μὲ θανατηφόρο ἐπιδημικὴ ἀσθένεια ἡ ὁποία μολύνει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποῖας εἰσάγετε ὁ πνευματικό θάνατος. Οἱ θεῖες Γραφὲς, οἱ Σύνοδοι καί ἐν γένει ἡ διαχρονικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καθὼς καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐντέλονται νὰ φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς καί τούς ἑτερόφρονες. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους στυλοβάτες τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἱδρυτὴς τῆς περίφημης Μονῆς τοῦ Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μᾶς λέγει: «Παραγγελίαν ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ Ἀποστόλου, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, παρ᾿ ὅ παρελάβομεν, παρ᾿ ὅ οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων, καθολικῶν τε καὶ τοπικῶν ὁρίζουσιν, ἀπαράδεκτον αὐτὸν ἔχειν καὶ μηδὲ λογίζεσθαι αὐτὸν ἐν κλήρῳ ἁγίων». (Ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 988A).
Κατά τόν Μέγα Βασίλειον, «Ἔκπτωσις πίστεως, τὸ ἀθετεῖν τι τῶν γεγραμμένων ἤ ἐπεισάγειν τῶν μὴ γεγραμμένων» (Μ.Βασίλειος PG. 30, 680 A). Ὁ Ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς μᾶς λέγει « Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί,φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι». (, P.G. 160, 105C).
Ἀλλά πρώτος ὁ Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας μας καί Κύριός μας Ἰησούς Χριστός μᾶς δίνει ἐντολὴ νὰ φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τέτοιους ψευδοποιμένες. «…Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσουσιν, ἀλλὰ φεύξωνται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνὴν».(Ἰω Ιʹ, 5). Διότι οἱ τοῦ Χριστοῦ ἀκόλουθοι καί μαθηταί δὲν ἀναγνωρίζουν τήν διδασκαλία τῶν ψευδοποιμένων καί τῶν ψευδοδιδασκάλων ὡς τήν ἀληθινή καί ἁγιοπατερική, ἀλλά ὡς πλάνη καί διδαχή τοῦ σατανά.
Ὁ Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ προφητηκῶς μᾶς προϊδοποιεῖ:«Τό δέ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων». (Αʹ Τιμ.δ΄, 1).
«Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί· ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, βλάσφημοι... ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι, καί τούτους ἀποτρέπου» (Βʹ Τιμ. γʹ, 1, 2, 5).
Ὡς γνωστόν, ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κηρύσσετε ἐδῶ καί 115 χρόνια, ἀρχῆς γενομένης ἐπί πατριάρχου Κων/πόλεως Ἰωακείμ τοῦ τρίτου, γνωστοῦ γιά τήν μασονική του ἰδιότητα. Ἔχουν ἤδη γραφεῖ πολλά γιά τό τί ἐστίν Οἰκουμενισμός, καί γιά τίς αἱρέσεις πού κηρύσσουν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ὁ Βαρθολομαῖος Ἀρχοντώνης καί οἱ σύν αὐτῷ (βλ. Ἰωάννη Ζηζιούλα), περί πρωτείου, περί προσώπου, περί Ἐκκλησίας καί Ἁγίας Τριάδος, περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί γιά ὅσα ἀντίχριστα, προδοτικά καί ἐντελώς ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς πίστεώς μας, ἔχουν ὑπογράψει οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στίς συνεδρίες τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ἤ μάλλον αἱρέσεων. Αὐτά εἶναι ἤδη γνωστά.
Τό ζήτημά πού ἀπασχολεῖ ὄλους μας, καί κυρίως μετά τήν αἱρετική ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης εἶναι πώς ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ καί κυρίως ὁ κλήρος πρέπει ἥ μάλλον ἔπρεπε νά εἴχε ἀντιδράσει στό δηλητήριο τῆς αἱρέσεως πού ἐδῶ καί καιρῷ ἔχουν εἰσάγει οἱ ψευδοποιμένες στό σώμα τῆς Ἐκκλησίας καί κατ’ ἐπέκτασιν, νά ἀποφευχθεῖ ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ ὁποῖος εἰσέρχετε διά μέσου αὐτῆς κατά τούς ἁγίους πατέρες.
Ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως στήν διαχρονία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἰστορίας κατά τό consesum patrum εἶναι ἕνας καί μοναδικός. Νά διατηρήσουμε τό δόγμα ὅπως τό παρελάβομεν, ἄμωμον καί ἀμόλυντο, διακόπτοντας τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, τά σάπια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού οὐσιαστικά μόνοι τους ἀποκόβονται ἀπό τήν ἄμπελο τήν ἀληθινή, ἀναμένοντας μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο ὅπου καί θά καταδικάσει τήν αἵρεση καί ἱδιαιτέρως αὐτούς πού προϊστανται αὐτῆς καί ὅσους τούς ἀκολουθούν. Ὑπάρχουν πολλοί κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν κοινωνία (συμπροσευχή) μέ τούς αἱρετικούς, ἐκ τῶν ὁποῖων μερικοί ἀπό αὐτούς εἶναι οἱ : Ιʹ, ΙΑʹ, ΜΕʹ, ΞΕʹ, ΟΑʹ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ΣΤʹ, Θ’, ΛΒ’, ΛΓ’, ΛΔ’ καί ΛΖ’ τῆς ἐν Λαοδικεία, ὁ Θʹ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, ὁ Βʹ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, ὁ Αʹ τῆς Δʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Βʹ τῆς ΣΤʹ Οἰκουμενικῆς συνόδου, καί ὁ Αʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνοδου.
Διά τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ’ συνόδου ἐπί μεγάλου Φωτίου, πού σημειωτέων πρώτος ὁ ἅγιος Σοφρώνιος Ἰεροσολύμων ἐξέδωσε 2 αἱώνες πρίν, κωδικοποιεῖται ἡ διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων πρὶν καταδικασθοῦν συνοδικῶς. Ὁρίζει νὰ διακόπτουμε τήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία (τὸ «μνημόσυνο») μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀθετοῦν τὴν πίστιν, τούς ἱερούς κανόνες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως σήμερα, μερικοί ἄγευστοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔχοντας τήν μόρφωσιν τοῦ κόσμου καί οὐχί Χριστοῦ, μέ δικές τους δοκισισοφίες τελεβαντικοῦ τύπου καί τῶν ἀκολούθων αὐτῶν, διαστρέφουν τόν κανόνα, καί κηρύσσουν πράγματα ἀδιανόητα γιά τούς Ὀρθοδόξους. Φυσικά τά αὐτά πρεσβεύουν καί κάποιοι ὀνομαζόμενοι θεολόγοι, ἀλλά ἀς τούς ὑπενθυμίσουμε τό τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου « εἰ θεολόγος εἶ προσεύξη ἀληθῶς, καί εἰ ἀληθῶς προσεύξη, θεολόγος εἶ», καί πώς ἡ Θεολογία δέν σπουδάζετε σέ κολέγια παπικοῦ τύπου μέ μεταπτυχιακά σέ πανεπιστήμια προτεσταντῶν καί μέ διδακτορικές διατριβές ἄγνωστες στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μέ ἄσκηση, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, μέ δάκρυα καί μελέτη, καθώς κυρίως μέ τήν ὑποταγή καί ὑπακοή σέ πνευματικούς πατέρες μέ Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὑποστηρίζετε λοιπόν σήμερα ἀπό κάποιους πώς:
ὁ 15ος κανόνας δέν εἶναι ὑποχρεωτικός ἀλλά δυνητικός, διότι δέν ὑπάρχει ἐπιτίμιον εἰς τόν κανόνα.
Αὐτοί πού διακόπτουν τήν κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους δημιουργούν σχίσμα στήν Ἐκκλησία,
ὅτι πρέπει νά γίνετε ἄρχι καιροῦ καί εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας,
ὅτι δέν πρέπει νά ἀποκοβόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὑπονοόντας πώς ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί ἀποκοβόμενοι ἀπό αὐτόν βγαίνουμε ἐκτός σωτηρίας.
Πώς πρέπει νά περιμένουμε σύνοδο νά καταδικάσει τούς αἱρετίζοντας καί ἔπειτα νά διακόψουμε τήν κοινωνία μαζί τους,
ὅτι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε ἐντός Ἐκκλησίας.
Ὁτιδήποτε πράξουμε πρέπει νά γίνει κατόπιν συμβουλῶν ἁγίων καί φωτισμένων, γερόντων,
πώς εἶναι προτιμότερον νά πλανώμαστε ἐντός Ἐκκλησίας, παρά νά ἀληθεύουμε ἐκτός Αὐτής,
καί μόνον ὅταν προχωρήσουν στό κοινό ποτήριον (κόκκινη γραμμή) θά διακόψουμε τήν κοινωνία.
Μποροῦμε νά ἐκκλησιαζόμαστε στούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές λόγῳ τοῦ ὄτι δέν ἔχουν κριθεῖ καί καθαιρεθεῖ ἀπό σύνοδο, καί συνεπῶς τά μυστήρια πού τελοῦνται εἶναι ἔγκυρα.
Ὅλες αὐτές οἱ δοκισισοφίες θά ἀποδομηθούν ἀναλύοντας τόν κανόνα, σύμφωνα μέ τό τί εἶπαν καί πώς τόν ἐφάρμοσαν αὐτόν οἱ ἅγιοι πατέρες ἐν τῇ πράξῃ εἰς τήν διαχρονία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν πρώτοις, ὁ κανόνας ἀπαρτίζεται ἀπό δύο μέρη, τά ὁποία ὄμως εἶναι ἀληλένδετα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Τό πρώτο, σέ συνέχεια τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου κανόνα, ἀναφέρει ὅτι δέν συγχωρεῖται « νά μή ἀναφέρει τό ὄνομα αὐτοῦ, τοῦ ἐπισκόπου δηλαδή, κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῇ Θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως» ὅταν ὁ λόγος τῆς διακοπῆς γίνεται « περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων, δηλαδή ὄπως ἀναλύει ὁ ἁγ. Νικόδημος, περί πορνείας, ἱεροσυλίας καί ἄλλα μή δογματικά θέματα.Διότι τότε ὄντως οἱ τοιούτοι ποιοῦν σχίσμα, καί «τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπούν.»
Ὁ 13ος, ὁ 14ος καί ἡ ἀρχή τοῦ 15ου κανόνος τῆς ΑΒ’ συνόδου εἶναι μία σημαντική μαρτυρία τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων, καθότι ἡ διακοπή μνημοσύνου ἤταν τότε σέ συνεχή χρήση καί ἐφαρμογή ἀπό τούς πιστούς ὡς ὁ μόνος δρόμος ἀποφυγῆς τοῦ μολυσμοῦ τῆς αἱρέσεως. Εἴθισται ἄμα τῇ κηρύξει αἱρέσεως, ἄμα καί ἡ διακοπή κοινωνίας. Οἱ πιστοί ἔφθασα σέ σημείο νά διακόπτουν τήν κοινωνία καί μόνον μέ τήν ὑποψία ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἴχε αἱρετικά φρονήματα! Τέτοια ἀκρίβεια εἴχαν τότε οἱ πατέρες καί ὁ λαός. Διά αὐτόν τόν λόγο, καί διότι, ὅπως θά λέγαμε σήμερον, διά ψύλλου πήδημα οἱ πιστοί διέκοπταν τήν κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους τους, ἀπαγορεύθη αὐστηρῶς εἰς τό χριστεπώνυμο πλήρωμα μέσω αὐτῶν τῶν κανόνων ἡ διακοπή κοινωνίας, γιά λόγους μή δογματικούς, καί διά αὐτόν τό λόγο, στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου κανόνος ἀναφέρετε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πρέπει δημοσίᾳ καί ἀπροκάλυπτα (γυμνῇ τῇ κεφαλῇ) νά κηρύσσει αἵρεσι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσημα δηλαδή, γιά νά ἐνεργοποιηθή ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ἀπό τήν ἰστορία πώς ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος ἀντιμετωπίσεως, καί θεραπείας τῆς αἱρέσεως ἤταν ἡ διακοπή κοινωνίας μέ τούς κηρύσσοντας τήν αἵρεση.
Τό δεύτερον μέρος τοῦ 15ου κανόνος τό ὁποῖο καί θά ἀναλύσουμε ἀναφέρει τά ἐξῆς: Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποίαν ὑποχρεωτικώς ἐπιβάλλει ὁ παρών Κανών τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν ἐπίσκοπο πού τήν κηρύττει πρό συνοδικῆς κρίσεως, πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη», δηλαδή εἶναι μία γνωστή αἵρεσις τήν ὁποία ἔχει καταδικάσει κάποια ἐγκεκριμένη Σύνοδος ἤ κάποιοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό κῦρος τῶν ἐγκεκριμένων Συνόδων καί τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρκειται τοῦ κύρους οἱουδήποτε Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου ἤ καί ὁλοκλήρου ἐνδημούσης Συνόδου, καί ὅτι ἡ Παράδοσις διασώζεται καί συνεχίζεται μέ τήν συμπόρευσι καί συνταύτησι μέ τούς ἁγίους καί ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀναιρέση ἤ ἀλλοιώση ὅσα οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν.
Σέ καμμία περίπτωση ὄμως δέν σημαίνει ὅτι διά μία «μή κατεγνωσμένη» αἵρεσι ὀφείλομε ὑπακοή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως. Ὁ ὁρισμός τῆς Κατεγνωσμένης αἱρέσεως δίνετε σέ κάθε διδασκαλία ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, ἤ εἶναι ἀντίθετη μέ τά παραδεδομένα ὑπό τῶν ἀποστόλων, μέ τίς συνόδους, τά δόγματα καί τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁπότε καί πρέπει νά ἀποτειχιζόμασθε ἄμεσα ἀπό τούς φορεῖς της. Ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως ἐπ’ Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ὄλες οἱ θρησκείες εἶναι ὀδοί σωτηρίας, ὅπως ὁ Βαρθομομαῖος Ἀρχοντώνης, καταργώντας τά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐγώ εἴμι ἡ ὀδός τῆς Ζωῆς, ἤ ἄν διδάσκει πώς τό ἀνίερο κοράνιον κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό εἶναι ἱερό καί ἰσότιμο μέ τό εὐαγγέλιον, ἀπό αὐτόν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι ἀμέσως νά ἀποτειχίζωνται. Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, τό ὁποῖο διδάσκεται σαφῶς καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή (Ἰακ. 2,10 –Λουκ. 16,17).
Ἀλλά τί λέγομεν πρό συνοδικῆς καταδίκης; Ὅταν ἡ Συνοδική διαγνώμη εἶναι ἀθωωτική τοῦ δράστου καί οἱ ἀθωώσαντες τόν ἔνοχον συνοδικοί διαστρέφουν τήν ἀλήθεια τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, τότε εἶναι ὑποχρέωσή μας νά μή δεχθούμε καί ὑπακούσομε τέτοιες ἀποφάσεις καί νά ἀντιδράσουμε δυναμικά ἐναντίον αὐτῶν. Γιά αὐτόν τόν λόγο, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνά τούς αἱώνας δέν ὑπάκουσαν στίς αἱρετικές συνόδους πού κατοχύρωναν τήν αἵρεση καί ἀθώωναν τούς αἱρετικούς. Διά τοῦ λόγου τό ἀληθές παραθέτουμε μερικές ἐξ’αὐτῶν: Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τό 449 εἰς τήν ὁποίαν παρέστησαν καί δύο πατριάρχαι ὁ Διόσκορος Ἀλεξανδρείας καί Ἰουβενάλιος Ἱεροσολύμων, ἤτις καί ὡς Οἰκουμενική συνεκλήθη ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος. Ἡ 4η Οἰκουμενική παρέδωσε αὐτήν στό ἀνάθεμα. Ἡ διαβόητη σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, οἱ σύνοδοι Τύρου, Ἀριμινίου, Σελευκείας, καί τίς ἐπί εἰκονομαχίας συγκροτηθείσας. Μέ τό αὐτό φρόνημα, θά ἔπρεπε νά εἴχαν ἀποδεχθεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι καί τήν Ἐγκύκλιον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλίσκου, ὅπου ὑπόγραψαν 500 ἐπίσκοποι, ἀνάμεσα σέ αὐτούς καί οἱ Πατριάρχαι Τιμόθεος, Αἴλουρος Ἀξεξανδρείας, Πέτρος Μογγός Ἀντιοχείας, Ἰουβενάλιος Ἰεροσολύμων, καθώς καί τήν Ἔκθεσιν τοῦ αὐτοκράτορος Ἠρακλείου τήν εἰσηγουμένην τόν μονοθελητισμόν, ἐν ἔτει 638 ὅπου εἴχον ὑπογράψει πλήθος ἐπισκόπων, μεταξύ τῶν ἄλλων καί οἱ Πατριάρχαι Σέργιος Κων/πόλεως, Κῦρος Ἀλεξανδρείας, Μακεδόνιος Ἀντιοχείας, Σέργιος Ἰεροσολύμων καί ὁ Πάπας Ρώμης Ὀνώριος. Καί σέ ὄλους αὐτούς, ἀντέστησαν δύο Μοναχοί. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής καί ὁ ἅγιος Σοφρώνιος ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἰεροσολύμων. Οὕτως λοιπόν ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καί ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι ὁ παρών Κανών κατά τό δεύτερό του τμῆμα εἶναι καθαρά δογματικός, δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ἐμφιλοχωρήση μέσα μας ἡ σκέψις ὅτι δύναται ὁ ἐν λόγῳ ἱερός Κανών νά μήν εἶναι ὑποχρεωτικός δι’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους. Καί τοῦτο διότι ὁ Κανών αὐτός ὑπερασπίζεται τήν πίστι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί νομίζω πώς κανείς δέν ἔχει ἀντίρρησι, ὅτι ἡ ὑπεράσπισις τῆς πίστεως εἶναι σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους ὑποχρεωτική καί ὄχι δυνητική.
Κάποιοι ὑποστηρίζουν πώς ἐπειδή ὁ ἱερός Κανών δὲν ὁμιλεῖ γιά κατεγνωσμένο αἱρετικό, ἀλλὰ γιά «κατεγνωσμένη αἵρεσι», δέν πρέπει νά διακόπτουμε τήν κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο πού δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἐπίσημα ἀπό σύνοδο. Ὁ Ἐπίσκοπος πού ἀρχίζει νὰ κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καί ποὺ δὲν εἶχε χαρακτηρισθῆ ὡς αἱρετικός, καθίσταται φορέας αὐτῆς, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό κάτι ἐπιβλαβές καί ἀλλότριο πρός τήν ὑγιᾶ πίστι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μίας ἐνδείξεως διαμαρτυρίας ἄχρι καιροῦ ὡς μερικοί ἀθεολόγητα ὑποστηρίζουν, ἀλλά ἐπισπεύσεως μίας Ὀρθοδόξου Συνόδου, διά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ.
Αὐτούς τούς ἐπισκόπους ὁ παρών κανόνας τούς ὀνομάζει «ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους». Στὶς ἡμέρες μας λόγῳ διαστροφῆς τῶν ἐννοιῶν θεωρεῖται αἱρετικός, ὄχι ὁ φορέας αἱρέσεως, ἀλλά ὁ καταδικασμένος ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐξώφθαλμα λανθασμένο σύμφωνα μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα διότι τότε, α) δὲν ὑπῆρχε οὐδεμία ἀνάγκη νὰ γραφῆ τὸ πρό συνοδικῆς διαγνώσεως, ἀναφορὰ δηλαδή σὲ Ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει αἵρεσι, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθῆ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, β) οὐδεὶς ὀρθόδοξος κοινωνοῦσε μὲ καταδικασμένο αἱρετικό, καί γ) δὲν ἀξίζει καμιὰ ἰδιαίτερη τιμὴ σὲ κάποιον ποὺ ἀποφεύγει τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι στοιχειῶδες καθῆκον του. Γιά αὐτόν τόν λόγο ὁ ἱερὸς κανὼν τὸν ὀνομάζει «καλούμενον Ἐπίσκοπον», αὐτὸν δηλαδή ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ χειροτονία του εἶναι ἔγκυρη, ἀλλά στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὅπως ξεκάθαρα τὸν ἀποκαλεῖ στὴν συνέχεια, «ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος».
Ὡς ἐκ τούτου ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ κατεγνωσμένης αἱρέσεως ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν ἀλλά τήν ἀπελευθέρωση τήν Ἐκκλησίας ἀπό τήν θανατηφόρο ἀσθένεια τῆς αἱρέσεως καί τήν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό αὐτήν.
Ἡ δεύτερη προϋπόθεσις ἀποτειχίσεως ἀπό ἐπίσκοπο, εἶναι νά κηρύττει αἵρεση «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀποτελεῖ πίστι τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρθηκε προχείρως ἤ ἐκ παραδρομῆς ἤ ἀπετέλεσε μία λεκτική παρατυπία. Οἱ πιστοί λοιπόν ἀποτειχίζονται ἀπό ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό, ὁ ὁποίος προσπαθεῖ τήν αἵρεσι νά τήν διαδώση χρησιμοποιῶντας τό ἀξίωμά του καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ψευδεπίσκοπος δέ και ψευδοδιδάσκαλος ἐργάζεται στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου διά νά διαφθείρη καί ἀποκόψη διά τῆς αἱρέσεως τά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο καί διά νά διασκορπίση τά πρόβατα ἀπό τόν ἀρχιποίμενα Χριστό.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» δέν ἔχει ἀσφαλῶς τήν ἔννοια μόνο εἰς τήν διά λόγων κηρυττομένη αἵρεσι, ἀλλά καί εἰς τήν δι’ ἔργων. Δηλαδή ἄν σήμερα π.χ. ὁ Πατριάρχης συλλειτουργῆ καί συμπροσεύχεται μέ τόν Πάπα, καί αὐτό διά τῆς τηλεοράσεως καθίσταται γνωστό καί εἰς τόν τελευταῖο Ὀρθόδοξο, αὐτό ἐντάσσεται εἰς τήν δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρυττομένη αἵρεσι, ἐπειδή ἡ ὅρασις εἶναι πιστοτέρα τῆς ἀκοῆς καί τά ἔργα ἀξιοπιστότερα τῶν λόγων. Ἐπίσης τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττη κάποια αἵρεσι, ἡ ὁποία καταγράφεται σέ βιβλίο γραμμένο ἀπό αὐτόν. (Βλέπε Ἰωάννη Ζηζιούλα)
Σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο εἶναι νά παραμείνουν ἐνσωματωμένοι εἰς τήν Ἐκκλησία ἐν τῇ ἀληθινή πίστῃ, καί ὄχι ὄπως λένε μερικοί ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποκόβονται ἀπό αὐτήν. Διότι σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί τήν αἵρεσι. Διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως σταματᾶ συγχρόνως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο ἐφ’ ὅσον ὀνομάζεται «καλούμενος», δηλαδή κατ’ ὄνομα καί ὄχι κατ’ οὐσίαν, καί δέν ἀναγνωρίζετε πλέον ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἔκφρασις «οἱ τοιοῦτοι (οἱ ἀποτειχισθέντες) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμίσει οὐχ ὑπόκεινται, ἐννοεῖ τά ἐπιτίμια πού ἔχουν ὁρίσει οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ αὐτούς πού κάνουν παρασυναγωγή, φατρία ἤ καί σχίσμα. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ λέγει «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐννοεῖ ὅτι, οἱ ἀποτειχισθέντες εἶναι ἄξιοι τιμῆς καί ἐπαίνου λόγῳ τοῦ ὅτι ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά μήν παρεκκλίνη ὡς πρός τήν πίστη καί στή οὐσία ἀπέτρεψαν τά σχίσματα καί τούς μερισμούς.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι» σημαίνει ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἐδῶ βεβαίως ἐννοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή ἀποτειχισθέντες, πού δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά διά τῆς δειλίας των ἔδωσαν χώρο στήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ, ἀφοῦ συνέπλεαν μέ αὐτήν. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας. Αὐτό τό βλέπουμε καί εἰς τήν ἐρώτηση ὅπου ἔθεσε ὁ ἐπίσκοπος Ρουφινιανός εἰς τόν Μέγα Ἀθανάσιο, στό τί μέλλει γενέσθε μέ τούς ἱερεῖς ὄπου εἴχαν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
Ἡ τιμή πού ἀποδίδει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἰς τούς ἀποτειχισθέντες πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τούς δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύττοντας αἵρεσιν Ἐπισκόπους εἶναι ἡ κατάταξη αὐτῶν με τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, ἐφ’ ὅσον μετά τήν ἀποτείχισι καί δι’ αὐτῆς τήν μή ἀναγνώρισι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀκολουθεῖ συνήθως ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο, συνεργούσης πρός τοῦτο καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Ὡς ἁγιοπατερικό ἱστορικό παράδειγμα θά ἀναφερθοῦμε εἰς τήν περίοδο τήν πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων μᾶς περιγράφει λακωνικά ἕνα συγκλονιστικό γεγονός σχετικά μέ τόν πρώτο εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἀναστάσιο (730-754). Λέγει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «ἐξέβαλε τοῦ θρόνου αὐτοῦ τόν Γερμανόν Πατριάρχην ὁ Κόνων (Λέων ὁ Γ’ ὁ Ἴσαυρος 717-741), ὁ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομος ὡς ἐκάλη αὐτόν ὁ ἅγιος οὗτος Πατριάρχης, τῶ δεκάτῳ τρίτῳ ἔτει αὐτοῦ, καί ἔβαλεν ἀντ’ ἐκείνου τόν Σύγγελον Ἀναστάσιον, τόν νέον προδότην Ἰούδαν, τόν συμφωνήσαντα τῶ Κόνωνι καί ἐπιβουλεύσαντα τῷ γέροντι αὐτοῦ. Ἀλλ’ αἱ σεμναί καί τίμιαι γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὧν προεξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδοσία ἑορταζομένη Μαΐου εἰκοστῇ ἐνάτῃ ὥρμησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, καί τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις ὑβρίζουσαι καί μισθωτόν ἀποκαλοῦσαι καί λύκον καί προδότην Ἰούδαν, ἐδίωξαν. Ὅθεν ἐκεῖνος ἀπῆλθε πρός τόν βασιλέα καί προσεκλαύθη καί παρεκίνει αὐτόν ἐκδικῆσαι αὐτόν. Ἀλλά καί εἰς τήν χαλκῆν πόρταν, ὅπου ἦν ἡ Θεανδρική ἐκείνη καί δεσποτική εἰκών τοῦ Χριστοῦ, ἥν ἐκεῖ ἔβαλεν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, βαλόντος τήν σκάλαν τοῦ βασιλικοῦ ὑπηρέτου ἵνα αὐτήν ἐκεῖθεν ἐκβάλῃ, αἱ Κωνσταντινοπολίτιδες ἐκβαλοῦσαι αὐτήν, ὧς ἐξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδώρα, καί κρημνίσασαι αὐτόν, ἔλαβον ἀντί μισθοῦ αὐτῶν τόν ἴδιον θάνατον. Διήρκησε δέ ἐκεῖ ἡ Θεανδρική αὕτη εἰκών κατά τόν Κωδινόν ἔτη τετρακόσια δέκα πέντε» (Δοσιθέου Ἱεροσ. Δωδεκάβιβλος τόμος ΣΤ΄ κεφ. ΙΘ΄ παραγρ. Η΄ σελ. 440 ἐκδ. Ρηγόπουλου 1982).
Ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος, ὁ ὁποῖος ἦτο φορέας αἱρέσεως μή κατεγνωσμένης, πρίν κατακριθῆ ὁ ἴδιος ἀπό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἐκβάλλεται διά ξύλων καί λίθων ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ὑπό ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τελικά μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας θανατώνονται. Φυσικά εἶναι βέβαιον ὅτι σήμερα, ἄν κάποιοι τολμοῦσαν νά ἐνεργήσουν τοιουτοτρόπως σέ μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, θά ἐθεωροῦντο ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί μή, ὡς ἀδιάκριτοι, ἀντάρτες, φανατικοί, ἐκτός Ἐκκλησίας καί κατεχόμενοι ὑπό ἑωσφορικοῦ καί δαιμονικοῦ πνεύματος. Ἀντιθέτως δέ αὐτοί πού θά ἀνέμενον τήν Σύνοδο (π.χ. τῆς Ἱέρειας) διά νά ἀποφασίση ἐπί τοῦ θέματος θά ἐμνημόνευαν τούς ἀντιχρίστους, ὄπως ἔκαμαν ὁ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος καί κάνουν σήμερα οἱ ὁπαδοί τῆς ἀντιπατερικῆς θεωρίας του, θά ἐθεωροῦντο συνετοί, ὑπάκουοι, διακριτικοί καί ἐντός τῆς Ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας.
Στήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας ἔχουμε τούς ἁγίους καί ὁμολογητάς Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος ἦτο αὐτόκλητος μάρτυς καί ὁμολογητής καί ἑορτάζει τήν 2αν Ὀκτωβρίου, τόν Θεόφιλον καί Λογγῖνον τόν Στυλίτην, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων εἶναι τήν 10ην Ὀκτωβρίου, τόν ἅγ. Ὑπάτιο Ἐπίσκοπο καί Ἀνδρέα τόν πρεσβύτερο, πού ἑορτάζονται τήν 20ην Σεπτεμβρίου, Γεώργιον τόν Λημνιώτη, πού ἑορτάζει τήν 24ην Αὐγούστου, Γεώργιον ἐπίσης Πισιδίας, πού ἑορτάζει τήν 19ην Ἀπριλίου, Βασίλειον καί Προκόπιον τούς ὁμολογητάς, πού ἑορτάζουν τήν 27ην καί 28ην Φεβρουαρίου, Ἀνδρέαν τόν ὁμολογητήν τόν ἐν τῇ κρίσει πού ἑορτάζει τήν 17ην Ὀκτωβρίου καί πολλούς ἄλλους.
Εἰς τόν βίον του ἁγίου Στεφάνου τοῦ νέου ἀναφέρεται, πέραν τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων, ὅτι ὅταν ἐτελείωσεν ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας τό 754 ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος τίς ἀποφάσεις της μέ τόν Πατρίκιον Κάλλιστον νά τίς ὑπογράψη καί ὁ ὅσιος, ἐπειδή ἦτο περιβόητος καί εἰς ὅλους αἰδέσιμος. Αὐτός ἀρνήθηκε νά ὑπογράψη ἀποκαλῶντας αἱρετικήν τήν Σύνοδον, δέν ἐδέχθη δέ καί τά τρόφιμα πού τοῦ ἀπέστειλε ὁ αὐτοκράτωρ λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γλυκανθῆ ὁ λάρυγξ των ἀπό αἱρετικῶν βρωμάτων (Μέγας Συναξαριστής τόμος ΙΑ΄ σελ. 699). Ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, ἔχομε τό γεγονός ὅτι Σύνοδος 348 Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐπεκύρωσαν τήν αἵρεσιν, ἀθετεῖται ἀπό ἕναν ἅγιο ἀσκητή. Δηλαδή ὁ ὅσιος Στέφανος δέν ἀποτειχίσθηκε ἁπλῶς ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀλλά ἀπό μία ὁλόκληρον πολυάνθρωπον Σύνοδο καί μάλιστα διά μία αἵρεσι μή κατεγνωσμένη.
Θά ἀναφέρωμε μόνο δύο παραδείγματα ἀπό τήν μετά τήν Σύνοδο περίοδο διά νά καταδείξωμε τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος.
Τό πρώτο παράδειγμα εἶναι ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054 μέ τούς Λατίνους. Ὁ Πάπας Ρώμης Λέων ὁ Θ΄ λόγῳ κυρίως τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως εἶχε καταστῆ αἱρετικός. Ἡ αἵρεσις αὐτή ἦτο ἤδη κατεγνωσμένη ἀπό τήν ἐπί ἁγίου Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879. Δέν ἦτο ὅμως καταδικασμένος ὁ φορέας τῆς αἱρέσεως, δηλαδή ὁ συγκεκριμένος Πάπας Λέων ὁ Θ΄. Ὁ Πατριάρχης λοιπόν μέ τήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως διέκοψε τήν κοινωνία μέ αὐτόν πρό Συνοδικῆς καταδίκης του. Αὐτό τό ἀναφέρομε σάν εὔγλωττο καί πασίγνωστο παράδειγμα, διότι τό ἀναφέρει καί ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ 15ου Κανόνος. Λέγει συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Σύνταγμα ἱερῶν Κανόνων Ράλλη-Ποτλῆ τόμος β΄ σελ. 695). Δηλαδή αὐτά τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα σήμερα λόγῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν γίνει νόμος, ὅτι δηλαδή ἀποτείχιση ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἐπιτρέπεται μόνο μετά τήν καταδίκην του ἀπό τήν Σύνοδο, τά ἔλεγαν κάποιοι καί τότε, καί ἀπολογούμενος τρόπόν τινα ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Κανόνος, φέρει αὐτό τό παράδειγμα.
Τό δεύτερο παράδειγμα εἶναι τῶν ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων. Ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ ΙΑ΄ ὁ Βέκκος ἦτο λατινόφρων, φορέας δηλαδή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀκόμη καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο. Οἱ ἁγιορεῖτες λοιπόν ὁσιομάρτυρες ἀπετειχίσθησαν ἀπό αὐτόν πρό Συνοδικῆς καταδίκης του καί αὐτό ἦτο ἡ αἰτία τοῦ μαρτυρίου των.
Τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος, ἀποτελεῖ τό ἐπισφράγισμα καί τήν αἰτιολογία τῆς ὅλης ὁμολογιακῆς στάσεως καί ἐνστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι τό θέμα τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων», καθώς καί τό ποίος δημιουργῆ σχίσμα. Κατ’ ἀρχάς ἡ ἀναφορά τοῦ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» μᾶς ὁδηγεῖ στήν σκέψι, ὅτι ὀφείλουμε νά διακρίνωμε, ὡς Ὀρθόδοξοι, τούς Ἐπισκόπους ἀπό τούς ψευδεπισκόπους διά νά μήν πλανηθοῦμε καί ὅτι πρέπει αὐτό νά τό πράξωμε, πρίν τό πράξη τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο.
Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο, τόν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ εὑρισκόμενο, εἶναι ἀδύνατον κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος νά ἀποσχισθῆ, ἔστω καί ἄν αὐτός κατακριθῆ ἤ καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο, ὅπως συνέβη μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί ἄλλους ἁγίους. Ἀντιθέτως μέ τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο, σχήματι Ἐπισκόπου μόνον ἔχοντα, οὐδέποτε κάποιος ὀρθόδοξος συντάσσεται καί συνοδοιπορεῖ, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτόν. Ὁ ψευδεπίσκοπος εἶναι ὅ,τι χειρότερο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι τό ὄργανο τοῦ διαβόλου διά τοῦ ὁποίου θά χειρώση (θά βάλη στό χέρι κατά τό δή λεγόμενο) τούς πιστούς.
Ὁ παρών λοιπόν Κανών καθιστᾶ ὑπευθύνους ὅλους τούς Ὀρθοδόξους εἰς τό θέμα τῆς διακρίσεως τῶν ἀληθινῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς ψευδεπισκόπους. Αὐτό βεβαίως τό ἀπαιτεῖ καί ὅλη ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις τήν ὁποία ἐπισφραγίζει καί τρόπον τινά συνοψίζει ὁ ἐν λόγῳ Κανών. Τό σημαντικότερο ὅμως καί συγχρόνως ἀναγκαῖο εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή μόνο ἡ διάγνωσις τοῦ ψευδεπισκόπου, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ὁ κάθε πιστός καθίσταται θεματοφύλακας τῆς πίστεως ἔναντι τοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος Ἐπισκόπου καί «στέλλεται» ἀπό αὐτόν σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν» (Β’ Θεσσ. 3, 6).
Εἶναι εὔκολο νά κατανοήση ἕκαστος ὅτι, τό νά ἐκληφθῆ ὡς δυνητικός ὁ παρών Κανών, ἐξυπηρετεῖ τά μέγιστα τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, καθώς ἐπίσης καί τούς χλιαρούς καί ἀδιάφορους καί δειλούς Ὀρθοδόξους. Διότι οἱ μέν πρῶτοι διατηροῦν τήν ποθητή τους ἑνότητα, ἡ ὁποία ἔχει κέντρο καί ἄξονα τόν ἑαυτόν των και οἱ δεύτεροι ἀπαλλάσσουν τήν συνείδησί των ἀπό τίς τύψεις καί τίς εὐθύνες διά τούς ἀγῶνες καί τῆς ὀμολογίας πού θά ἔπρεπε νά κάνουν.
Τό ἐρώτημα ὅτι ὅσοι ἐφαρμόζουν τόν κανόνα δημιουργοῦν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀληλλένδετο μέ τήν ὑποχρεωτική καί ἄκρως ἀναγκαῖα ἐφαρμογή του. ΜΟΝΟΝ μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ ἐν λόγῳ κανόνος ἀποτρέπονται τά σχίσματα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κανόνας ξεκάθαρα ἀναφέρει : καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι», διότι Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν. Σχίσμα προκαλοῦν αὐτοί πού διδάσκουν ἀλλότρια δόγματα καί αἱρέσεις εἰς τήν Ἐκκλησίας, καί ὅχι αὐτοί πού διαφυλλάσουν τήν πίστη ἀκεραία. Διά αὐτόν τόν λόγο, ὁ κανόνας δίνει τιμή σέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, καθότι αὐτοί μέ τήν ὀμολογία τους διακρατούν τό δόγμα ἀκέραιο καί προφυλάσσουν τό ποίμνιο ἀπό τούς αἱρετικούς. Αὐτό ἔπραξαν ὄλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας καί λόγῳ τῶν ἀγῶνων τους διατηρήθηκε τό δόγμα μας ἀλώβητο καί καθαρό ἀπό τίς αἱρέσεις. Θά μποροῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νά ἔχει κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Καλέκα, πού σημειωτέων δέν τόν ἀνέφερε μέ τήν ἰδιότητά του, ἀλλά μόνον μέ τό ἐπίθετό του; ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὀμολογητής δέν κοινωνούσε μέ κανένα ἀπό τά πατριαρχία καί σέ ἐρώτηση πού τού ἔγινε γιά νά κοινωνήσει μέ αὐτούς ἀπάντησε: Με προστάσσετε επίσης, ενώ έχω αυτά γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, να έλθω και να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία κηρύττονται τέτοιου είδους δόγματα. Επίσης να γίνω κοινωνός με αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται εναντίον του Θεού; Να μη δώσει ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία! Εγώ δεν θα γίνω ποτέ συγκοινωνός με αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.(Μάξιμου του Ομολογητού, Περί των πραχθέντων…P.G. 90, 144B-145C). Συνεπώς αὐτοί πού δέν ἀκολουθούν τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοεπισκόπους προστατεύουν τήν Ἐκκλησίας ἀπό τά σχίσματα, ὡς ἔχοντας καί κατέχοντας τήν διαχρονική καί ἀναλείωτη ἀλήθεια τοῦ Χριστού. Ἀντιθέτως, αὐτοί πού ἀκολουθούν τούς αἱρετικούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδεπισκόπους, δημιουργούν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, διότι:
1ον: Ἀποδέχονται τίς καινοφανεῖς διδασκαλίες, τίς αἱρέσεις δηλαδή, πού διδάσκονται, ἀφοῦ ἡ μνημόνευση εἶναι πρωτίστως κοινωνία ἐν τῇ πίστῃ. Αὐτό θά ἀποδειχθεῖ παρακάτω.
2ον: Ἄν δέν ἐλεγχθοῦν ὡς πλάνες οἱ καινοφανεῖς διδασκαλίες, δημιουργεῖται προηγούμενο καί παγιώνονται ὡς ἐπίσημη καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου θά παραδωθοῦν στίς ἐπόμενες γενεές, ὅπως γίνετε σήμερα μέ τόν Οἰκουμενισμό καί τήν σύνοδο τῆς Κρήτης.
3ον: Ἀποδυναμώνετε τό Ὀρθόδοξο κριτήριο τῶν πιστῶν νά ἀντιδροῦν ἄμεσα καί ἀποτελεσματικά στό δηλητήριο τῆς αἱρέσεως πού εἶναι θανατηφόρο ἄν μείνει ἔστω καί ὀλίγο μεθ’ ἡμῶν, ὡς χωρίζον ἡμᾶς ἀπό τήν κοινωνία μας μέ τόν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστόν.
4ον: Ὄχι μόνον δέν ὀμολογούν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας μή συνεχίζοντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων στό τί ἔπραταν, ἀλλά καί θέτουν τούς ἐαυτούς τους στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὀμολογίας, πού εἶναι ἡ προδοσία τῆς πίστεως. Καί αὐτό τό βλέπουμε σέ πολλές ἐπιστολές τού ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὄπου ἔλεγχε ὡς ἐξομώτες αὐτούς πού δέν διώκονταν γιά τήν πίστη τους, λόγῳ τῆς κοινωνίας τους μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτοί ὅμως πού συνεχίζουν νά ἔχουν κοινωνία μέ τούς ψευδεῖς ἐπισκόπους καί διδασκάλους, εἶναι σαφές πώς κοινωνούν στήν αἵρεσή τους, ἀκόμη καί ἀν πιστεύουν διαφορετικά ἀπό αὐτούς, καί διά αὐτόν τόν λόγο πού δημιουργούν σχίσμα στό ἐκκλησιαστικό σώμα, λόγῳ δηλαδή τῆς αἱρέσεως πού ἀκολουθοῦν.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν δυνητική ἤ ὕποχρωτική ἐφαρμογή τοῦ κανόνος, ὄπως εἴπαμε προηγουμένος, ἡ ἐξέταση γίνετε σύμφωνα μέ τήν σύνολη διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλως ἱδιαιτέρως ὁ ΛΓ’ κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀποδεικνύει ἀπό μόνος του ἐναργέστατα τήν ὑποχρεωτική καί μή δυνητική θεώρησι τοῦ ὑπό ἐξέτασι ἱεροῦ Κανόνος, καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι. Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δέ μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχωρηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται». Ἀσφαλῶς οὐδείς ἐχέφρων θά ἠδύνατο νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ παρών Κανών τῶν ἁγ. Ἀποστόλων εἶναι δυνητικός. Εἶναι ὅμως πολύ αὐστηρότερος τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ιε’ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ἐνῶ ὁ ὑπό ἐξέταση κανών ἀπαιτεῖ τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν κηρύττοντα αἵρεσι «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’Ἐκκλησίας» ὁ παρών ΛΓ’ τῶν ἀγ. Ἀποστόλων ἀπαιτεῖ τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν κηρύττει δημοσίως καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει καί συστατικές ἐπιστολές περί τῆς ὀρθοδοξότητός του. Ὁ παρών Κανών λοιπόν ἀπαιτεῖ καί προστάσσει τήν ἀκριβῆ ἐξέτασι τῆς πίστεως ἑκάστου κληρικοῦ, πρίν νά ἐπικοινωνήση ὁ κάθε Ὀρθόδοξος μαζί του. Τό φοβερώτερο ὅμως καί συγχρόνως ἐλεγκτικώτερον διά τούς σημερινούς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἐγκεκριμένοι παλαιοί ἑρμηνευτές τοῦ παρόντος Κανόνος ἀναφέρουν νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς, ἔστω καί ἄν μετά τήν ἐξέτασι εὑρεθῆ ἁπλῶς ἀμφίβολος ἡ πίστις των.
Ὁ Ζωναρᾶς στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος ἀναφέρει «...καί τοιούτους ὄντας (Ὀρθοδόξους δηλαδή κατά τήν πίστιν) προσδέχεσθαι καί συγκοινωνεῖν αὐτοῖς. Εἰ δέ ἀμφίβολοι περί τά ὀρθά δόξουσι δόγματα τήν μετ’αὐτῶν συνδιαγωγήν παραιτεῖσθαι παρακελεύεται (ὁ παρών δηλαδή Κανών)» (Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων Ράλλη–Ποτλῆ τόμος Β’, σελ. 14).
Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει τά ἑξῆς «...καί ἤ προσδέχεσθαι εἰς κοινωνίαν ὀρθοδόξους ὄντας ἤ παραιτεῖσθαι ὡς ἀμφιβόλους» (ὅπ. ἀνωτ.)
Ὁ Ἀριστηνός ἀναφέρει εἰς τήν ἑρμηνεία του τά ἑξῆς: «Ἄνευ συστατικῶν οὐ δεῖ ξένον ἱερέα προσδέχεσθαι· εἰ δέ καί συστατικά ἐπιφέρηται, δέον αὐτόν καί οὕτως ἐπανακρίνεσθαι. Καί εἰ μέν εὐσεβής ἀναμφιβόλως εὑρεθῆ προσίεσθαι τοῦτον· εἰ δέ ἀμφιβάλλεται, τά πρός διοίκησιν ἐπιχορηγεῖσθαι αὐτῷ καί ἀποπέμπεσθαι» (ὅπ. ἀνωτ.). Εἶναι ἴσως περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ ἐξέτασις περί τήν πίστιν καί ἡ ἀποτείχισις γίνονται πρό Συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ ἀμφιβόλου ἁπλῶς ἔχοντος τήν πίστιν.
Μερικοί στηρίζουν τήν δυνητικότητα τοῦ κανόνος στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπιτίμιον σέ αὐτούς πού δέν διακόπτουν τήν κοινωνία μέ μή καταδικασθέντες αἱρετικούς, ἀλλά μόνον ἔπαινος διά αὐτούς πού διακόπτουν. Ἔτσι, κατ’ αὐτούς πάντα, οἱ μέν πράττουν καλώς, ἀναμένοντας τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, καί οἱ δέ πράττουν καλύτερα, ὀμολογούντας τήν Ὀρθόδοξη πίστη. Φαίνετε πώς αὐτοί πού ὑποστηρίζουν τέτοιες δοκισισοφίες δέν ἔχουν διαβάσει τό Πηδάλιον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, πού ὄλως ἱδιαιτέρως εἰς τήν λη’ σελίδα, εἰς τά « Προλεγόμενα ἐν γένει περί τῶν ἱερῶν Κανόνων» σαφῶς μᾶς λέγει πώς Οἱ μὲν γὰρ, ἤγουν οἱ Κανόνες, παρά Βασιλέων, καί ἀγίων Πατέρων ἐκτεθέντες, καί στηριχθέντες, ὡς αἱ θεῖαι Γραφαί δέχονται ( σελ. μα΄, Βαλσαμὼν σχολ. εἰς τό β’. κεφ. τοῦ Φωτίου, Πηδάλιον, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου). Ποίος εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε νά ἰσχυρισθεῖ πώς «αἱ θεῖαι Γραφαί» δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τούς Χριστιανούς;
Εἰς δέ τήν η’ ὑποσημείωσή του εἰς τά Προλεγόμενα ἐν γένει περί τῶν ἱερῶν Κανόνων «τί ἐστί Κανών» (σελ. λθ, πηδάλιον ἐκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου) ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς λέγει τά ἐξεῖς: «Ὅτι ἐκεῖνο, ὁποῦ οἱ κανόνες φανερῶς οὐ γράφουσι, τοῦτο ἐκ τῶν ὁμοίων τῶν ἐν τοῖς κανόσι γεγραμμένων, πρέπει νά κρίνεται καί νά συμπεραίνεται, καί ὅρα τήν ἑρμηνία τοῦ ιε’ τῆς ς΄, ἤ καί ἐκ τῶν συγγραμμάτων τῶν κατά μέρος Πατέρων, ἤ καί ἐκ τῆς διακρίσεως τοῦ ὀρθοῦ λόγου.» Ἀν λοιπόν, ἐκ τῶν ὁμοίων τῶν ἐν τοῖς κανόσι γεγραμμένων, πρέπει νά κρίνεται καί νά συμπεραίνεται τό ἐπιτίμιον πού δέν ἀναγράφετε φανερά, τότε σύμφωνα μέ τήν ἀνάλυση τοῦ 31ου κανόνος τῶν Ἀποστόλων καί μόνον, ἀρκεῖ γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ 15ος κανῶν εἶναι ἄκρως ὑποχρεωτικός. Ἀλλά καί εἰς τήν β’ ὑποσημείωση γίνετε λόγος γιά κανόνες πού δέν «περιέχουσι φανερῶς τό ἐπιτίμιον ἐκείνων ὁποῦ τούς παραβαίνουσιν, αὐτοί κατά τό σιωπώμενον, δίδουσι ἄδειαν εἰς τόν κατά τόπον ἀρχιερέα, νά δώσῃ εἰς αὐτούς ἀπαθῶς τό πρέπον καί ἀρμόδιον, ὁποῦ ἤθελε γνωρίσει, ὡς λέγει ὁ Βαλσαμῶν ἐν τῇ ἐρμηνίᾳ τοῦ με’ τῆς ς’. Ὅρα τά ἐπιτίμια τοῦ Νηστευτοῦ μετά τούς κανόνας αὐτοῦ, τά μή ἐν τοῖς ἄλλοις Κανόσιν ἀναφερόμενα». Ἐδῶ λοιπόν ἀποδεικνύετε περίτρανα ὅτι ἐπειδή ὁ ἐν λόγῳ κανόνας ἤ ἐπειδή κάποιοι κανόνες δέν περιέχουν ἐπιτίμια, δέν θά πρέπει νά τούς θεωρούμε ὡς δυνητικούς, καί νά τούς ἐφαρμόζουμε ὅποτε καί ὄταν θέλουμε.
Ὅμως αὐτές οἱ ἀντιπατερικές, ἀμάρτυρες καί βλάσφημες δοκισισοφίες περί δυνητικότητας τῶν κανόνων, πού θά μπορούσαν νά ὀνομαστούν κάλιστα καί ὡς ἀνώδυνος Χριστιανισμός, δέν εἶναι καινοφανεῖς. Ἀνιχνεύουμε τίς καταβολές τους ἤδη στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, καί μάλιστα εἰς τήν ἐρώτηση ὅπου τοῦ ἔθεσε ὁ ἐπίσκοπος Ρουφινιανός, στό τί μέλλει γενέσθε μέ τούς ἱερεῖς ὄπου εἴχαν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε πώς γιά αὐτούς πού τό ἔκαναν ἐκ πεποιθήσεως, τιμωρούνται μέ τήν καθαίρεση, ἐνώ γιά αὐτούς πού εἴχαν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς μέ τόν λογισμό πώς θά προστάτευαν τό ποίμνιό τους ἀπό τήν ἐπιβολήν αἱρετικοῦ ποιμένος εἰς αὐτό, ἀφού αὐτούς θά τούς ἐδίωκαν λόγω φρονημάτων, καί λόγω τῆς μή κοινωνίας μέ αὐτούς, ἀφού γινόταν εἰρήνη ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπό τήν αἵρεση καί συνεκαλείτω Σύνοδος, τούς ἐπέτρεπαν νά συνεχίσουν νά ἱερουργοῦν, ὄχι ὄμως διότι ἔπραξαν τό σωστό, ἀλλά διότι εἴχαν καλό λογισμό γιά τό ποίμνιο. Διά αὐτόν τόν λόγῳ καί δικάζονται, εἶναι ὑπόδικοι δηλαδή, διότι δέν σταμάτησαν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Στό Ἅγιον Ὄρος ἐμφανίζεται καί πάλι τὸ 1780 στὴν λεγομένη κολλυβαδικὴ ἔριδα, ὅπου οἱ ἐχθροὶ τῶν Ἁγιορειτῶν ἁγίων Κολλυβάδων, δηλαδὴ τῶν ἁγίων Μακαρίου Κορίνθου, Ἀθανασίου Παρίου, Νικοδήμου῾Ἁγιορείτου κ.ἄ, σοφίσθηκαν καὶ διὰ πατριαρχικῆς Συνόδου ἐπέβαλαν, ὅτι «οἱ ἐν Σάββασιν ποιοῦντες αὐτὰ (τὰ νεκρώσιμα κόλλυβα), καλῶς ποιοῦσιν, φυλάττοντες τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν· ἀλλὰ καὶ οἱ ἐν Κυριακῇ ποιοῦντες οὐχ ἁμαρτάνουσι». Αὐτὴ λοιπόν ἡ σοφιστικὴ διαστρέβλωσις προβάλλεται καὶ σήμερα ἁπὸ κάποιους οἱ ὁποίοι ὀνομάζουν τούς ἑαυτούς τους «ἀντιοικουμενιστὲς». Αὐτοὶ ὄχι μόνον δέν ἀκολουθοὺν τὴν σταυρικὴ πορεία τῆς ὁμολογίας καί τῶν ἁγίων, ἀλλὰ μία ἀμάρτυρη «οἰκονομία», «ἵνα μὴ ἀποσυνὰγωγοι γένωνται», γιὰ νὰ μὴν θεωρηθοῦν ὅτι «βγαίνουν ἐκτός ἐκκλησίας», ἀπὸ τὴν συναγωγὴ τῶν οἰκουμενιστῶν, λησμονώντας ὄμως ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο, προδίδουν τήν ὀμολογία εἰς Χριστόν ὅπου εἶναι ὑποχρεωμένοι νά πράξουν ὡς Χριστιανοί.
Ἡ θεωρία περὶ δυνητικότητος τοῦ ΙΕʹ Κανόνος, τὴν ἐπαναφέρε κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1930, ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μενάγιας, ὅταν ἀνέλαβε κατ᾿ ἐντολὴν τῆς Ι.Μ.Μ.Λαύρας νὰ γράψει κατὰ τῶν «ἀγραμμάτων» ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προχωρήσει στὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ μασώνου Πατριάρχου Βασιλείου Βʹ, ἐξ αἰτίας τῆς καινοτομίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924. Κατόπιν συνεχίζει νὰ προβάλλει αὐτὴν τὴν θεωρία ὁ ἀρχ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μὲ τὸ γνωστόν βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα» (1968) καὶ κατόπιν ὁ μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης (1978). Δὲν εἶναι δυνατὸν ἕνας Ὀρθόδοξος καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος νὰ ἔχει κοινωνία πίστεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως. «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; Τὶς δὲ μερὶς πιστῷ μετ᾿ ἀπίστου»; Οἱ ἅγιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπί Βέκκου μᾶς λέγουν ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ «προσῆκον ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς», τὸ αὐτονόητο δηλαδή καθῆκον γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς, νὰ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστική κοινωνία μὲ τοὺς ψευδεπισκόπους. Σήμερα, δυστυχῶς οἱ περισσότεροι δέν διακόπτουν τό μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων, δήθεν διότι ὁ ΙΕʹ Κανόνας δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸς, ἀλλὰ δυνητικὸς, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἐλέγχουσα αὐτῶν συνείδησιν, ἐπειδὴ ἀρνοῦνται τὸν σταυρικὸ βίο τῆς ὁμολογίας ὅπου μᾶς ἐδίδαξαν καί ἔπραξαν οἱ ἅγιοί μας, ἁπορρίπτοντας σύνολη τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δικαιολογόντας αὐτὴ τους τὴν στάση στηριζόμενοι σὲ μία ἐγκεφαλική ‘’λογικὴ’’ σοφιστικὴ ἑρμηνεία κάποιων ψευδοθεολόγων οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περί δυνητικῶν κανόνων. Εἶναι δυνατὸν μία ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι δυνητικὴ; Ἡ ἐντολὴ π.χ «οὐ κλέψεις», σημαίνει ἄν θέλω μπορῶ νὰ κλέβω, καὶ ἄν θέλω δὲν κλέβω! Εἶναι δυνατὸν οἱ νόμοι ἑνὸς κράτους νὰ εἶναι δυνητικοὶ;
Τέλος γιά νά ἀποδείξουμε ὅτι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς εἶναι ὑποχρεωτικός ὡς ὁ μόνος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς κακοδοξίας, θά ἐξετάσουμε μέ βάσει τούς ἁγίους Ἁγιορείτες ἐπί Βέκκου τί σημαίνει ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως ἐν τοῖς μυστηρίοις.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὴν ἑρμηνεία τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κὺριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾿ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον· καὶ ὅτι τοὺτου μνημονευομένου ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως· τῶν μυστηρίων διάδοχος, Ἀλλ᾿ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἤ εὑρετὴς των παῤ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων» (Θεοδώρου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θεία λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων, PG 140, 460-1).
Ἡ μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως ὑπὸ τοῦ ἱερέως φανερώνει:
α) Τὴν ὑποταγὴ, τὸν σεβασμὸ πρὸς τόν ὑπερέχοντα κατὰ τὴν ἱερωσύνη Ἀρχιερέα.
β) Ὁ λειτουργῶν ἱερέας μνημονεύοντας μέσα στὰ ἄδυτα, στὸ ἱερὸ βῆμα τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως, δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου δεικνύει ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μέ τόν ἀρχιερέα του, γίνεται συγκοινωνός στὴν πίστη τοῦ Ἀρχιερέως, « ὅ τ ι κ ο ι ν ω ν ὸ ς ἐ σ τ ὶ ν α ὐ τ ο ῦ, τ ῆ ς π ί σ τ ε ω ς ». Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τὸ θεμέλιο ἐπάνω στὸ ὁποῖον οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ σχέση ἱερέως καὶ ἀρχιερέως. Σὲ περίπτωση, ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς ναυαγεῖ ὡς πρὸς τὴν πίστιν καὶ ἔχει παύσει διὰ τῶν αἱρετικῶν φρονήματων του νὰ ὁρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, τότε παὺει νὰ ὑπάρχει τὸ θεμέλιο τῆς κοινῆς πίστεως, ἐπάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Ὁ ἱερέας μνημονεύοντας λοιπὸν τὸ ὄνομα τοῦ αἱρετίζοντος ἀρχιερέως, γίνεται συγκοινωνός στὴν αἱρετικὴ πίστη τοῦ ἀρχιερέως, ἄσχετα ἄν αὐτὸς ἔχει ‘’ὀρθόδοξον φρόνημα’’ καὶ δηλώνει ὅτι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ ἐπισκόπου. Αὐτὸ, ὅμως δὲν ἰσχύει μόνον διὰ τὸν ἱερὲα ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺ πιστοὺς, διότι διακοπὴ μνημοσύνου δὲν κάνει μόνον ὁ λειτουργός, ὰλλὰ ὁλόκληρον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ὁ ἱερὲας δὲν δύναται νὰ λειτουργεῖ μόνος του χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ.
Οἱ ἅγιοι Ἁγιορεῖτες ἐρμηνεύουν τά παραπάνω ὡς ἐξῆς:
« Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως σ υ γ κ ο ι ν ω ν ί α ν τ ε λ ε ί α ν ἐδέξατο τοῦτο».
Ἄνωθεν, σημαίνει, ὅτι εἶναι διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ μνημόνευση, δηλ. ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δηλώνει τὴν τέλεια συγκοινωνία πίστεως μὲ τὴν πίστιν τοῦ ἀρχιερέως. Ποῦ εἶναι, λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν περιπαικτικῶς καὶ εἰρωνικῶς περὶ ‘’συγκοινωνούντων δοχείων ‘’;
Ἐδῶ εἶναι τὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖον, τὸ ὁποῖον, δυστυχῶς δὲν ἒχει συνειδητοποιηθεῖ ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὰγωνίζονται κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Διὰ τῆς μνημονεύσεως καὶ μόνον τοῦ ὁνόματος ἑνὸς οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου, ἀποκτοῦμε τελείαν συγκοινωνίαν μὲ τὴν αἱρεσή του, γινόμαστε κοινωνοί στήν αἵρεση πού πρεσβεύει καί διδάσκει, διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὸν μνημονεύουμε καί συνεπώς τόν θεωροῦμε ὡς «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», κάτι τὸ ὁποῖον μᾶς κατέστησαι ψεύτες καὶ ὑποκριτὲς. Καί πάλιν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἐπί Βέκκου ἐκφράζοντας τό διαχρονικό φρόνημα τῶν πατέρων μᾶς λένε: «…τὸ συνάπτειν αὐτὸν ὡς ὁρθόδοξον Πατριάρχην μετὰ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν. Ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν καὶ τὸ μὴ ὄν ὑποκρινώμεθα; Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθόδοξος ψυχὴ, καὶ οὐκ ἀποστὴσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα καὶ καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἠγήσεται»; (σελ. 399). Πῶς δηλαδὴ μπορεῖ νὰ τὸ ἀνεχθεῖ αὐτὸ μία ὀρθόδοξη ψυχή καὶ νὰ ὑποκρίνεται σὰν νὰ παίζει σὲ σκηνὴ θεάτρου καὶ νὰ μὴν ἀποστεῖ νὰ μὴ φύγει μακρυὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία αὐτῶν ποὺ μνημονεύουν, καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καπηλεύουν τὰ θεῖα, διότι γνωρίζουν ὅτι ὁ ἐπίσκοπός τους δὲν ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους; Τέλος ἀναφέρουν.« Καὶ ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρὸς τινα, διὰ ἐπιστολῆς αὐτοῦ «ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην· καὶ τοι περὶ τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρὸν, οὐ καταθαρρῶ, πλὴν ὃτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτὸν, οὐκ ἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων»
Καὶ μόνον ἐκ τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου γίνεται κοινωνὸς τῆς αἱρετικῆς πίστεώς του καὶ ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἱερέας, παύει πλέον νὰ εἶναι ὀρθόδοξος, «οὐκ ἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Πῶς ἔγκειται ὅμως ὁ μολυσμὸς; Στὸ ὅτι δὲν διαχωρίζεται τὸ βέβηλον ἀπὸ τὸ ὅσιον, τὸ ἀκάθαρτον ἀπὸ τὸ καθαρὸν.
Γιά αὐτόν τόν λόγο ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ διέκοπταν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους ἤ ἱερείς, ἔστω καί ἀν τούς ἔδιναν μία μικρή διορία γιά νά μετανοήσουν, ἐλέγχοντάς τους διά τίς αἱρέσεις ὅπου ἀναίσχυντα ἐκήρυττων, πρίν ἐπίσημης συνοδικῆς καταδίκης τους. Μερικές ἀντιπροσωπευτικές ἀπό αὐτές εἶναι : ἡ διακοπή κοινωνίας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου καί τῶν λοιπῶν γερόντων τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου μέ τούς αἱρετικούς ἀριανούς, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Ἀντιοχείας τῶν ἀκολουθούντων τόν ὀρθόδοξο Εὐστάθιο Ἀντιοχείας μέ τούς αἱρετικούς ἀρειανούς καί τόν δικό τούς ἀρειανό ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας, τήν διακοπής κοινωνίας Μεγάλου Βασιλείου μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο ὁ ὁποίος ὑπέγραψε μία μή ὀρθόδοξη ὀμολογία που υπέγραψε μια μη ορθόδοξη ομολογία, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μέ τόν ἀριανό ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Δημόφιλο, τῶν ὀρθοδόξων πιστών τῆς Κων/πόλεως μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο, πρίν τήν καταδίκη του από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, τῶν ὀρθοδόξων πιστών τῆς Κων/πολης μέ τόν μονοφυσίτη Πατριάρχη Κων/πόλεως Τιμόθεο Α΄, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὀμολογητοῦ, μοναχού, καί τῶν δύο μοναχῶν μέ τούς Πατριαρχικούς Θρόνους, πού ἀκολουθούσαν τήν αἱρεση τοῦ Μονοθελητισμού, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνού, μέ τούς εἰκονομάχους ἐπισκόπους τόσο πρίν ὅσο καί μετά τήν εἰκονομαχική Σύνοδο της Ιερείας (754), τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, ἀρχικά μέ τούς μοιχειανικούς ἐπισκόπους καί ἀργότερα μέ τούς εἰκονομάχους ἐπισκόπους, τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου μέ τόν Πάπα Σέργιο, ὅταν ὁ τελευταίος το 1009 εἴχε ἀναγνώσει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τήν αἱρετική προσθήκη τοῦ φιλιόκβε, τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν μέ τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ἰωάννη Βέκκο, καθῶς καί οἱ Ἁγιορείτες πατέρες, οἱ μαρτυρήσαντες ἐπί τῇ πατριαρχίᾳ αὐτοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωάννου Καλέκα, πρίν τήν συνοδική καταδίκη τοῦ τελευταίου, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Μητροπολίτη Ἐφέσου, μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/πόλεως Μητροφάνη καί τούς λοιπούς Λατινόφρονες. Κανείς ἀπό αὐτούς τούς ἁγίους δέν εἴχε τήν παραμικρή ἀμφιβολία ἄν ἔπρεπε ἤ ὄχι νά διακόψει κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
Ὑπάρχουν κάποιοι πού ὑποστηρίζουν πώς ἡ διακοπή μνημοσύνου γίνετε εἰς ἐνδειξιν διαμαρτυρίας ἄχρι καιροῦ, ἐπικαλούμενοι μάλιστα τοῦ ἁγιορείτες πατέρες ἐπί πατριαρχίας Ἀθηναγόρου. Ὄλα τά ἀνωτέρω πού ἀναφέραμε εἶναι ἀποδεικτικά στοιχεία πώς ὁ ἐν λόγῳ κανόνας θεσπίσθηκε διά νά θεραπεύσει τό σώμα τῆς ἐκκλησίας ἀπό τόν μολυσμό τῆς αἱρέσεως. Καί ὅπως μία ἀσθένεια τήν καταπολεμοῦμε μέχρι νά τήν θεραπεύσουμε τελείως, ἔτσι καί στήν αἱρεση, τήν πολεμάμε μέχρι νά τήν ἐξαλείψουμε ἐντελώς, καί γιά αὐτόν τόν λόγο, ἡ διακοπή μνημοσύνου πρέπει νά συχεχισθεῖ ἕως ὄτου συγκροτηθεῖ Ὀρθόδοξή σύνοδος πού νά καταδικάσει τούς αἱρετικούς, καί νά λάμψει πάλι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅσο γιά αὐτούς πού ἐπικαλούνται τό Ἅγιο Ὄρος καί τό τί ἔπραξε στήν δεκαετία τοῦ 70’, πού ὄντως διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Ἀθηναγόρα γιά λίγα χρόνια ἔχουμε νά πούμε τά ἐξῆς:Οἱ ἀγιορείτες μή ἔχοντας μελετήσει εἰς βάθος τόν 15ον κανόνα καί καλή τῇ πίστῃ κινούμενοι ἔδωσαν βάρος στά λεγόμενα καί γραφόμενα ὑπό τοῦ Ἀρχ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ὁ ὁποῖος διαστρέφοντας τό σωτηριολογικό χαρακτήρα τοῦ ἐν λόγῳ κανόνος ἐδίδασκε τήν ψιλή διακοπή μνημοσύνου, τουτέστιν τήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνοματος τοῦ πατριάρχου στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί μόνον, δίχως νά συνοδεύετε μέ τήν διακοπή κοινωνίας μαζί του, ἀπόδειξη τοῦ ὁποίου εἶναι ὅτι εἴχαν πλήρη κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους τῆς Ἐλλαδικῆς Ἐκκλησίας οἱ ὁποίοι μέ τήν σειρά τους εἴχαν πλήρη κοινωνία μέ τόν Ἀθηναγόρα καί ὄπως μαρτυρούν οἱ πηγές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σέ κάθε περίπτωση τόν ἐπαινούσαν γιά τήν ποιμαντική του διακονία ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί μάλιστα στό πλέον ἐπίσημο ἐπίπεδο, αὐτό τῆς Συνόδου. Ἡ πράξη τους αὐτή (ἡ κοινωνία τους δηλ. πρός τούς Ἐλλαδικούς) ἀποτελεῖ τήν πλήρη αὐτοαναίρεση τῶν λόγων πού τούς ὀδήγησαν στήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Πράγματι ὅπως σαφηνίζετε καί ἐκ τῶν ὑστέρων, ἡ πράξη τους αὐτή εἴχε τόν χαρακτήρα ἀπλῆς διαμαρτυρίας δίχως νά προσλαμβάνει σωτηριολογικό χαρακτήρα. Τό Ἅγιον Ὄρος ἔπρεπε νά διακόψει τήν κοινωνία μέ τό Πατριαρχείο Κων/πόλεως ἕως ὄτου θεραπευθεῖ ἐντελώς τό σώμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν αἵρεση, καί ὁ Πατριάρχης νά ὀρθοτομήσει τόν Λόγο τῆς ἀληθείας. Το Πατριαρχεῖο παρ’ ὄλα αὐτά θέλοντας να καταστείλει κάθε ἀντίδραση εἰς τά Οἰκουμενιστικά του σχέδια, καί ἐν τέλει νά ὑποτάξει τούς Ἁγιορείτες ὑπό τήν παντόφλα τοῦ Πατριάρχου, ἔστειλε τό Σεπτέμβριο τοῦ 1972 Ἐξαρχία ὑπό τόν πατριαρχικό Ἔξαρχο Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου Ἀλέξανδρον,διά νά ἐπαναφέρει πάσῃ θυσίᾳ τό μνημόσυνο ἐπί πατριαρχίας Δημητρίου. Τὸ σχέδιο καὶ ἡ μέθοδος εἶναι ἡ ἴδια, νά κατηχούσαν τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἁγιορεῖτες, ποὺ εὔκολα ‘’παρασύρονται ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς ζηλωτὲς’’, ὅτι ὅλα εἶναι ὀρθόδοξα, καλὰ καὶ ἅγια.
«...Ἀφοῦ προσπάθησε ὁ πατριαρχικός Ἔξαρχος νά πείσῃ τούς Ἀντιπροσώπους τῶν Μονῶν, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦταν Ὀρθόδοξος, ὅπως καί ὁ προκάτοχός του, ἐκλήθησαν νά ἀπαντήσουν γραπτῶς αἱ μή μνημονεύουσαι Ἱεραί Μοναί ἐπί τοῦ θέματος τοῦ μνημοσύνου.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς συζητήσεις τὲλος συνῆλθε ἡ Ἔκτατος Διπλή Ἱερά Σύναξις εἰς τήν Ἱερά Κοινότητα (ΝΒʹ Συνεδρία, τῆ 13ῃ Νοεμβρίου 1971) καί κατόπιν πολλῶν διεργασιῶν ἀποφάσισε ὅτι: «...ἐπαφιεται εἰς τήν συνείδησιν ἐκαστης μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».
Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτὴ ἐπέχει θέση πνευματικοῦ νόμου. Κατόπιν, δι᾽ Ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ἐκλήθησαν οἱ Μονές οἱ ὁποῖες δέν μνημόνευαν νά ἀπαντήσουν γραπτῶς διά τούς λόγους πού δέν μνημονεύουν. Οἱ ἑπτά Ἱερές Μονές ἀπάντησαν. Οἱ ὑπόλοιπες Ἱερές Μονές οἱ ὁποῖες τὸ ἐπανέφεραν ἤ συνέχισαν νά μνημονεύουν δέν θά ἔπρεπε καὶ αὐτὲς νὰ ἀπαντήσουν διά τούς λόγους πού μνημονεύουν; Γιατί δέν ἀπάντησαν οὔτε τότε, οὔτε καί μέχρι σήμερα;
Τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου μόνο ἑπτά Ἱεραί Μοναί συνέχισαν: 1) Ἱ. Μ. Καρακάλλου, 2) Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 3) Ἱ. Μ. Γρηγορίου, 4) Ἱ. Μ. Ἐσφιγμένου, 5) Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, 6) Ἱ. Μ. Ξενοφῶντος καί7)Ἱ.Μ.Κωνσταμονίτου. Καί ἐδῶ ἄρχισαν οἱ γνωστοί διωγμοί τῶν Ἡγουμένων τῆς Ἱ.Μ. Ξενοφώντος, Σίμωνος Πέτρας, Γρηγορίου Καρακάλου καί Ἁγίου Παῦλου, ὅπου καί ἐκαθαίρεσαν αὐτούς. Δέν περιορίστηκαν ὄμως σέ αὐτά τά μέτρα. Ἐπέβαλαν τήν εἰσοδον νέων συνοδιῶν ἐντός Ἁγίου Ὄρους, γιά νά ἐπανδρώσουν τά μοναστηρια εἰς τά ὁποία ὑπήρχει λειψανδρία, προερχόμενες ἀπό ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖες οὐδεμίαν σχέση εἴχον μέ τόν ἀντιαιρετικόν ἀγώνα τῶν παλαιῶν ἁγιορειτῶν, καί εἰδικά μέ τήν ἐκκοπή τοῦ μνημοσύνου. Ἔτσι τό Ἅγιον Ὄρος μέ τήν ἐπιβολή τῶν νέων συνοδιῶν, ἀλλάζει καί τήν στάση του ὄσον ἀφορᾶ τήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως, καί ἐπικρατεῖ δυστυχῶς ἡ γραμμή τοῦ τότε ἡγουμένου Γεωργίου Καψάνη, προερχόμενος καί αὐτός ἐκ τοῦ κόσμου καί ἀπό ὀργανώσεις, πώς κόκκινη γραμμή γιά διακοπή μνημοσύνου εἶναι τό κοινό ποτήριον, καί πώς ὅποιος «κόβει» τό μνημόσυνο εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ἔχει ἄκυρα μυστήρια. Ἀποτέλεσμα ὄλων αὐτῶν εἶναι τό σημερινόν Ἅγιον Ὄρος, πού οἱ Ἡγούμενοι καί οἱ συνοδίες τους ὄχι μόνον δέν τολμοῦν νά μιμηθοῦν τούς ἁγίους μας, ὥν τά συναξάρια διαβάζουν καθημερινῶς κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἀλλά καί θεωροῦν ὅτι θά βρεθοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας ἑάν διακόψουν τό μνημόσυνο, καταλύοντας ἔτσι τήν ἁγιοπατερική παράδοση τόσων αἱώνων. Μάλιστα εἰς τήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ὅπου καί ἐκάρην μοναχός, πιστεύουν καί διακηρρύτουν στεντορίᾳ τῇ φωνῇ, πώς ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ τόν Βαρθολομαῖο Ἀρχοντώνη εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐναντιώνετε εἰς τό Ἅγιον Πνεύμα!!, καθότι ὁ αὐτός τυχγάνει μέγας ὀμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καί ἐκλελεγμένος ἀπό Αὐτό, καί τέλος αὐτός πού εἶναι ἐνάντιος σέ αὐτά πού αὐτός πράττει καί πιστεύει, θά κολασθεῖ!!
Κάποιοι ὑποστηρίζουν πώς ὅταν δέν μνημονεύουμε τούς αἱρετικούς ἔστω ἐπισκόπους ἀποκοβόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτοί ἔχοντας παπική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν ἀθεολογήτως καί ἀντιπατερικα πώς ἄν ἕνας ἐπίσκοπος κηρύσσει αἵρεση, δέν εἶναι λόγος γιά ἐμᾶς νά ἀποκοπούμε ἀπό τήν Ἐκκλησία!! Δήλαδή διακόπτοντας τίς σχέσεις μας μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, βρισκόμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι κατ’ αὐτούς ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ἐκκλησία, καί αὐτοί πού ἀκολουθούν τόν 15ο κανόνα καί τούς ἁγίους καί κατ’ ἐπέκταστιν τήν ἀλήθεια ὅπως μας τήν παρέδωσαν μέσω τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων οἱ πατέρες μας, βρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας!!
Τό ἴδιο πρεσβεύει καί ὁ Βαρθολομαῖος Ἀρχοντώνης, λέγοντας πώς οἱ πατέρες ἡμῶν ἐπλανήθησαν ὑπό τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ὡς ὑπαίτιοι τοῦ σχίσματος μεταξύ τῶν παπικῶν καί τῶν Ὀρθοδόξων. Ἔπρεπε κατ’ αὐτόν, καί κατ’ ἐπέκτασιν κατά τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο καί τούς σύν αὐτῷ, οἱ τότε Ὀρθόδοξοι νά μήν διακόψουν τήν σχέση τους μέ τόν πάπα, ἀλλά νά παραμείνουν ἐνωμένοι ὄλοι μαζί ἐν ἀγάπη, ἵνα ὤσι ἕν. Ὁ Παποκαισαρισμός σέ ὄλο του τό μεγαλείο!!!
Αὐτά ὄλα φυσικά μᾶς παραπέμπουν εἰς τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Ζηζιοῦλα ὄπου ἀναφέρει τά ἐξῆς: “ Ὁ χειροτονῶν ἐπίσκοπος ὅμως κράτησε ἕναν ὀμφάλιο λῶρο ἁγίου συνδέσμου μὲ τοὺς χειροτονουμένους ἀπὸ αὐτὸν πρεσβυτέρους. Ποιὸς εἶναι αὐτός; Εἶναι ἡ μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου στὴν τέλεσι ὁποιασδήποτε ἁγιαστικὴς πράξεως”.
Ὁ σκοπὸς λοιπόν, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ νὰ εἰσαγάγη τὴ βλάσφημη, ἐπίσης παπική, θεώρηση περὶ μνημοσύνου καὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ:
“ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὡς ἐγγύηση, γιὰ τὰ ὅσα τελοῦνται”.
Ἐγγύηση ἑπομένως δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ πίστη τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα, τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ φυσικὰ τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου... Εἶναι βεβαίως νὰ ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τὸ θράσος τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τῶν οἰκουμενιστῶν. Μία πρόχειρη ἀνάγνωση τῶν πατερικῶν ἐξηγητικῶν ἔργων περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας, ὅπως π.χ. τοῦ ἱεροῦ Νικολάου Καβάσιλα ἢ τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κυρίως ὅμως τὸ περὶ Εὐχαριστίας κεφάλαιο στὸ περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, δὲν ἀφήνει οὐδεμία ἀμφιβολία ἐπὶ τοῦ ζητήματος: ἡ μοναδικὴ ἐγγύηση τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ οὐδεὶς ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐπίσκοπος, (ἐνδεικτικῶς παραπέμπουμε στη γραπτὴ ἔκδοση τῆς εἰσηγήσεως σὲ τρία ἄκρως κατατοπιστικὰ χωρία τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, ἀπὸ τὸ ἔργο του Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, σελ. 220, 236, 250 ΕΠΕ 22). Τὸ δεύτερο σημεῖο, ἐξίσου σημαντικὸ μὲ τὸ πρῶτο, εἶναι ὅτι στὰ ἀνωτέρῳ πατερικὰ συγγράματα, ποὺ σημειωτέον εἶναι καὶ τὰ κυριότερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας περὶ Θ. Εὐχαριστίας, πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος περὶ μνημονεύσεως τοῦ ἐπισκοπικοῦ ὀνόματος, ὡς δῆθεν ἀναγκαίου γιὰ τὸ “ἔγκυρον” ἢ τὸ ἁγιαστικὸν τοῦ μυστηρίου. Ἡ περὶ μνημοσύνου θεωρία τοῦ Ζηζιούλα, ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ ὁμόφρων αὐτοῦ συντάκτης τῆς ἐγκυκλίου, δίδει θεολογικὸ νόημα στὴν μνημόνευση, ἐφ᾽ ὅσον ἡ Θ. Λειτουργία, (ὅπως καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο μυστήριο) γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου (Ἰωάννου Ζηζιούλα, Εὐχαριστία καὶ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σελ. 100, Σύναξη τ. 51: “αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τονισθεῖ εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ πρεσβύτεροι μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας τελοῦν τὴν Εὐχαριστία στὸ ὄνομα τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου, ὁ ἐπίσκοπος τὴν τελεῖ πάντοτε στὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ του «πρώτου»” ὅ.π. σελ. 101)
Πράγματι κατὰ Ζηζιούλα, “Ὅποιος δὲν μνημονεύει τὸν ἐπίσκοπό του τὴν ὥρα τῆς Εὐχαριστίας ἀποκόπτει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ζώντων. Γι᾽αὐτὸ καὶ εὐχαριστία ποὺ δὲν τελεῖται στὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ἢ τοῦ κατὰ παραχώρησή του προεξάρχοντος ἐπισκόπου εἶναι χωρὶς σωστικὴ σημασία γι᾽αὐτοὺς ποὺ τὴν τελοῦν.”(ὅ.π. σελ. 100)
Τελικῶς ἡ ζηζιούλεια παποποίηση τῆς καθ᾽ἡμᾶς ἐκκλησιολογίας ἔχει ὁδηγήσει στὸ νὰ γράφονται πράγματα ὅπως:
“δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸν Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος;(!)” (Ἰωάννου Ζηζιούλα, Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον, 2006, σελ. 81).
Πέραν τοῦ ἀθεολόγητου καὶ ἀντορθόδοξου ὅτι δῆθεν προσευχόμαστε διὰ τοῦ ἐπισκόπου, ὁδηγούμαστε στὴ ἐπὶ πλέον διατύπωση θέσεων ὅπως:
“στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι᾽αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει» κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου.” (Ἰωάννου Ζηζιούλα, Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον, 2006, σελ 83).
Ἰδοὺ τὸ μέγεθος τοῦ παπικοῦ παροξυσμοῦ τοῦ Ζηζιούλα: ὅπως ὁ πάπας εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τελικῶς Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔτσι πλέον καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ἀπαιτεῖται πλέον ἡ λατρευτικὴ προσκύνησις τοῦ ἐπισκόπου, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύει ἢ τί κάνει, ἀφοῦ εἶναι “εἰκὼν Χριστοῦ”, ἕνεκα τῆς χειροτονίας του.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε καὶ τὰ ὁποῖα ἀκροθιγῶς μόλις καὶ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς περιγράφουν τήν, ὄχι ἁπλῶς προβληματική, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς αἱρετικὴ Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία τοῦ Ζηζιούλα, γίνεται κατανοητὴ ἡ ἀντίδραση πολλῶν στὸ αὐτονόητο δικαίωμα τῶν ὀρθοδόξων στὴ ἀποτείχιση ἐξ αἱρετίζοντος ψευδεπισκόπου καὶ πρὸ συνοδικῆς καταδίκης του.
Τὸ ἀρχιμήδειο σημεῖο ὅλων τῶν ζηζιούλειων πλανῶν εἶναι αὐτὸ ποὺ καταγράφεται μονότονα σὲ ὅλα του τὰ κείμενα: ὅτι δηλαδὴ τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ὅτι εἶναι ὁ προεστὼς τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τὴν ὁποίαν κατὰ κυριολεξίαν αὐτὸ εἶναι ποὺ κυρίως τελεῖ καὶ κάθε τί ἄλλο ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ διακονία τὸ θεωρεῖ ὡς ἀπορρέων ἐξ αὐτοῦ. Τὸ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι προεστὼς καὶ ὡς τέτοιος εἶναι ὁ προεξάρχων τῆς Θ. Εὐχαριστίας οὐδεὶς ὀρθόδοξος τὸ ἀρνεῖται, ὄχι ὅμως ὅτι εἶναι τὸ κύριο ἢ κατὰ Ζηζιούλα σχεδὸν τὸ ἀποκλειστικὸ στοιχεῖο τῆς διακονίας του. Πράγματι οὐδεμία ἀποστολικὴ ἢ συνοδικὴ ἢ πατερικὴ μαρτυρία δὲν δύναται νὰ ἀνευρεθεῖ καὶ νὰ ὑποστηρίξη μία τέτοια θέση. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κατὰ κόρον συναντᾶ ὁ μελετητὴς τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας εἶναι ὅτι κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς καθαρότητος τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεως καὶ ἡ διδασκαλικὴ μετάδοσή της καὶ ἡ συνεπακόλουθη προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπὸ τὸν ὄλεθρο τῶν αἱρέσεων. Σύνολη ἡ λειτουργική μας παράδοση, ὅταν πρόκειται περὶ ἱεραρχῶν εἴτε μαρτύρων, εἴτε ὁμολογητῶν, τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄνευ οὐδεμίας ἐξαιρέσεως. Εἶναι τὸ θυσιαστικὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο τόσο λείπει στὶς ἡμέρες μας, αὐτὸ ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὴν ὁμολογία τοῦ ὅτι “ ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν ” (Φιλ. 1,29).
Σέ ἄλλο σημείο, λεγόμενοι ἀντιοικουμενιστές λέγουν τά ἐξεῖς: «Ἔφ’ ὄσον ἡ Ἐκκλησία δέν προέβη διά συνόδου εἰς καθαίρεσιν αὐτῶν, καί τά μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα, ἡμεῖς δέν πρέπει νά ἀποκηρύξωμεν αὐτούς καί νά παύσωμεν τό μνημόσυνον αὐτῶν». Δυστυχῶς μέ τά λεγόμενά τους θέτους τούς ἐαυτούς τους διακριτικωτέρους καί ἀνωτέρους ἀπό τούς ἁγίους μας που σαφῶς τόνιζαν πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ὡς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοποιμένες, πού διαστρέφουν τό δόγμα καί τήν ἀλήθεια πού παρελάβομεν μέ αἵμα ἀπό τούς πατέρες μας. Θά ἤταν ἐντιμότερον γιά αὐτούς νά εἴπουν πώς δέν δυνάμεθα νά ἐναντιωθούμε καί νά ἀναλάβουμε ὀμολογιακόν ἀγώνα, καί νά διωκώμαστε γιά χάριν τῆς ἀληθείας, παρά νά προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν τήν συμπόρευσή τους μέ τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ἀλλά ὄπως εἴδαμε καί ἀνωτέρω, καί μετά ἀπό Συνοδική διαγνώμη ἀθωωτική τοῦ δράστου ἐπιτρέπετε νά ἀντιδράση κάποιος ὅταν βεβαιωθῆ ὅτι καπηλεύουν τήν ἀλήθεια οἱ ἀθωώσαντες τόν ἔνοχον συνοδικοί.
Ἄλλοι πάλι ὑποστηρίζουν πώς δέν διακόπτουν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς διότι θέλουν ὁ ἀγώνας τους νά εἶναι ἐντός Ἐκκλησίας. Ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτό εἶναι στήν οὐσία ὀπαδοί τῆς Ζηζιούλιας-παπικῆς θεωρίας περί ἐπισκοποκεντρικότητας πού εἴδαμε παραπάνω, καταργῶντας ἔτσι τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού ἐκφράζει τήν ὄντως διαχρονική ἁγιοπατερική ἐρμηνεία σχέσεις Ἐκκλησίας καί πιστῶν « Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί. Καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Αὐτοί κατ’ οὐσίαν θέτουν τούς ἐαυτούς τους ὑπό τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ, καί κοινωνούν κατά πάντα στήν αἵρεση αὐτῶν πού θέλουν νά ἀγωνιστούν!!
Περί τοῦ ὅ,τι πράξουμε πρέπει νά γίνει κατόπιν συμβουλῶν ἁγίων καί φωτισμένων, γερόντων. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἰρωνεύονται καὶ περιπαίζουν ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους καὶ γράφουν, ἐπὶ παραδείγματι, στὰ περιοδικὰ τους ὅτι: Ἡ « Ἀποτείχιση τώρα, ποὺ εἰσηγοῦνται κάποιοι Ὀρθόδοξοι μὲ βάσει τὸν 15ο κανόνα…καὶ μάλιστα μὲ τὴν λογικὴ τῶν «συγκοινωνούντων δοχείων»… μᾶς συμβουλεύουν πώς « ὅ,τι γίνει νὰ γίνει χωρὶς βιασύνη, μετὰ ἀπὸ πολλὴ προσευχὴ, προσεκτικὴ ἐξέταση ὅλων τῶν παραμέτρων τοῦ θέματος, ἄνωθεν πληροφορία μέσῳ θεοφωτίστων καὶ χαρισματικῶν γερόντων…». ( βλ. Παρακαταθήκη τευχ. 109, 2016). Ὁ σκοταδισμός καί ἡ ψευδοευλάβεια σέ ὄλο τους τό μεγαλείο! Οἱ Ἅγιοι μιλοῦν ἁπλά καὶ ξεκάθαρα «Ὁ ἀκοινωνήτοις συγκοινωνῶν ἀκοινώνητος ἒσται». Αὐτοὶ εἶναι λοιπὸν ποὺ ἀθετοῦν τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ κατηγοροῦν τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση γιὰ «συγκοινωνούντα δοχεῖα». Κατεβάζουν κατ᾿ αὐτὸν τὸν ἀσεβῆ τρόπο σὲ ἐπίπεδο μαθήματος χημείας τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ μᾶς συμβουλεύουν κιόλας νὰ ἔχουμε «ἄνωθεν πληροφορία μέσῳ θεοφωτίστων καὶ χαρισματικῶν γερόντων», ἐνῶ ἔχουμε κατατεθειμένη τὴν λύση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, στὸ τὶ ὀφείλουμε νὰ πράττουμε ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Παρ᾿ὅλα ταῦτα αὐτοὶ ψάχνουν γιὰ «θεοφώτιστους χαρισματικοὺς γέροντες»… Ἡ σχετικὴ πατερικὴ ἀπάντηση εἶναι: «Ὅταν περί δογμάτων ὁ λόγος, οὐ δεῖ τῷ οἰκείῳ νοΐ πληροφορεῖσθαι, ἀλλ᾿ ἅ παρελάβομεν, ταῦτα κατέχειν, κἄν ἄγγελος ἐξ᾿ οὐρανῶν ἕτερα εὐαγγελίζηται» ( Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας PG. 124, 525A). Τά ὑπόλοιπα εἶναι μεταπατερικοῦ εἴδους θεολογικές ἀνόητες σοφιστίες!! Ἄλωστε καί οἱ ἅγιοι πατέρες μας, θά μπορούσαν ἀντί νά μᾶς παραδώσουν τούς ἱερούς κανόνες, νά μᾶς ἔλεγαν πώς ὁποτεδήποτε ἀναφύετε πρόβλημα στήν Ἐκκλησία, νά κάνετε προσευχή, νά ἀκούτε τούς ἁγίους, καί κατά τά λεγόμενα καί τίς πληροφορίες πού θά πάρετε νά πράξετε.
Κάποιοι ἐπικαλοῦνται τό ἱερό Χρυσόστομο λέγοντας πώς ὁ Ἅγιος μᾶς λέγει ὅτι εἶναι κάλλιον νά πλανώμαστε ἐντός Ἐκκλησίας, παρά νά ἀληθεύουμε ἐκτός Αὐτής. Ἐν πρώτοις δέν ὑπάρχει γραμμένο πουθενά κάτι τέτοιο, καί μάλιστα ἀπό τόν ἱερόν Χρυσόστομο!!. Δεύτερον, ἐρωτούμεν και ἠμεῖς μέ τήν σειρά μας: εἶναι δυνατόν κάποιος νά ἔχει τήν ἀλήθεια καί νά πλανάτε; εἶναι δυνατόν κάποιοι νά εἶναι σέ πλάνη καί νά ἀνήκουν στήν ἐκκλησία ἀφοῦ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ « οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί. Καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί;» Ὑπάρχει πλάνη μέσα στήν Ἐκκλησία; ἐπλανήθησαν οἱ Ἅγιοί μας; Αὐτές εἶναι οἱ αἱρετικές δοξασίες τοῦ Βαρθολομαῖου Ἀρχοντώνη, πού ὥς Ἁγιομάχος καὶ Πατρομάχος ἐδήλωνε τά ἐξῆς: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν [τὸ Σχίσμα] προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων»!!!1 Φαίνετε λοιπόν πώς καί αὐτοί πού λέγουν αὐτά, συμφωνούν κατά πάντα μέ τόν ἀρχιαιρεσιάρχη λόγῳ τε καί ἔργῳ.
Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί ὅπου ὁμιλοῦν γιά ‘’διάκριση’’, γιὰ ‘’κόκκινες γραμμὲς καὶ κοινὸ ποτήριο’’. Ὅτι δηλαδή θά διακόψουν τήν κοινωνία μόνον ἄν προβούν σέ κοινό ποτήριον μέ τόν πάπα. Ἐν πρώτοις, ἄς μᾶς πούν ὄλοι αὐτοί
1 «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» 15-6-1989, «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16.12.1998 καὶ ἐφημερίδα «Νέοι Ἄνθρωποι» 26-2-1999.
πού ὑποστηρίζουν τήν παραπάνω θεωρία, ἔστω καί ἕναν κανόνα ὅπου ὁμιλεί περί κοινοῦ ποτηρίου, καί ἔμεις θά ξεκινήσουμε τό μνημόσυνο πάραυτα. Δέν ὑπάρχει. Ὄλοι οἱ κανόνες ὁμιλοῦν γιά διακοπεῖ κοινωνίας ὅταν ὑπάρχει συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, διότι αὐτό σημαίνει apriori κοινή πίστη μεταξύ τῶν συμπροσευχομένων. Ὅλοι αὐτοὶ λοιπόν ποὺ δὲν πείθονται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι μολυσμὸς, εἶναι σίγουροι ὅτι θὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο ὅταν δοῦν τὸν Πάπα νὰ κοινωνεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήριο μὲ τοὺς ὀρθοδόξους, ἤ θά τό δεχθοῦν καί αὐτό ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία (δηλ οἱ ἐπίσκοποι) ἔτσι ἀποφάσισε;
Περί ἐγκύρων καί ἀκύρων Μυστηρίων.
Θεωρούμε πώς εἶναι σκόπιμο καί ἀπαραίτητο νά ἀναφερθούμε σέ δύο θεολογικά προβλήματα πού ἔχει δημιουργήσει ἡ λανθασμένη ἐρμηνεία τοῦ 15ου κανόνος, τά ὁποία ταλανίζουν τού Ὀρθοδόξους, καί τά ὁποία διασπείρουν κάποιοι ἀθεολόγητοι θεολόγοι. Τό πρώτο θέμα εἶναι πώς κάποιοι ἐντελῶς ἀντιπατερικά ὑποστηρίζουν πώς ἀφοῦ τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί αὐτῶν πού δέχονται τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης εἶναι ἔγκυρα, λόγῳ ὅτι δέν ἔχουν ἀκόμη καθαιρεθεῖ ἀπό μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο, μποροῦμε νά πηγαίνουμε σέ ναούς, ὅπου οἱ ἐκεῖ ἱερεῖς ἔχουν «Ὀρθόδοξο φρόνημα», ἀσχέτως ἄν μνημονεύουν τόν ἐπίσκοπό τους, πού εἶναι Οἰκουμενιστῆς καί δέχετε τήν ψευδοσύνοδο ὡς Ὀρθόδοξη. Καί τό δεύτερο, πάλι κάποιοι ἐντελῶς ἀντιπατερικά, ὑποστηρίζουν πώς ἡ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές πρέπει νά διακοπεῖ λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἐνεργούν τά μυστήριά τους, δηλαδή δέν ὑπάρχει Θεία Χάρις σέ αὐτά, ἀμέσως μετά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.
Ἀπό αὐτό γίνετε φανερό γιά αὐτούς πού ὑποστηρίζουν αὐτά, ὅτι δέν ἔχουν ἐννοήσει τόν κανόνα, καί ἀπό τί αὐτός μᾶς προφυλλάσει, ἀλλά οὔτε τήν διαχρονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων. Ἐν πρώτοις, ὁ κανόνας σαφῶς μᾶς λέγει νά διακόψουμε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρετικό ψευδεπίσκοπο λόγῳ τῆς μολύνσεως τῆς αἱρέσεως πού ἐπιφέρει αὐτή σέ ἐμᾶς, καί γιά νά προφυλάξουμε τήν Ἐκκλησία ἀπό τά σχίσματα πού αὐτός καί οἱ ὀμόφρονές του δημιουργούν, ὄχι ἐπειδή δέν τελούνται τά μυστήρια, ἤ ὅτι ἔχασαν τά μυστήριά τους ἐν μιᾷ νυκτί, χωρίς ἀπόφαση συνόδου.
Ἐδώ πρέπει νά γίνει μία διευκρίνηση, ὁσῶν ἀφοροῦν τά μυστήρια καί τήν ἐγκυρότητά τους. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στήν 2η ὑποσημείωση τῆς ἐρμηνείας τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα εἰς τό πηδάλιον (ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου) σαφῶς μᾶς λέγει, πώς ἄν δέν ὑπάρχει καθαίρεση ἀπό μία σύνοδο, τά μυστήρια τελοῦνται κανονικά. ............ «Ὅμως ἄν ἡ σύνοδος δέν ἐνεργήση ἐμπράκτως τήν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων, ἤ τόν ἀφορισμόν, ἤ ἀναθεματισμόν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καί οἱ λαϊκοί, οὔτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφορισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι. Ὑπόδικοι ὅμως, ἐδῶ μέν εἰς τήν καθαίρεσιν καί ἀφορισμόν ἤ ἀναθεματισμόν, ἐκεί δέ εἰς τήν θείαν δίκην. ............ Ὅθεν σφάλλουσι μεγάλως ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι ὅπου λέγουσιν, ὅτι εἰς τούς παρόντας καιρούς ὅλοι οἱ παρά κανόνας χειροτονηθέντες Ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθηρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλώσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ ἀνοήτως τά τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μή νοοῦσα, ὅτι, ἡ προσταγή τῶν κανόνων, χωρίς τήν ἔμπρακτον ἐνέργεια τοῦ β’ προσώπου, ἤτοι τῆς συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καί πρό κρίσεως μή ἐνεργοῦσα καθ’ ἑαυτήν. Αὐτοί οἱ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι φανερά ἐξηγοῦσι τόν ἑαυτόν τους μέ τόν μς΄ Κανόνα τους, ἐπειδή δέν λέγουσι πῶς ἤδη εὐθύς ἐνεργείᾳ εὑρίσκεται καθηρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος δεχθῇ τό τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα, ἀλλά καθαιρεῖσθαι προστάζομεν, ἤγουν νά παρασταθῇ εἰς κρίσιν, καί ἄν ἀποδειχθῇ πῶς τούτο ἔκαμε, τότε ἄς γυμνωθῇ μέ τήν ἐδικήν σας ἀπόφασιν ἀπό τήν ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν». Γιά κάποιους ὅμως ὅπου θά προφασισθοῦν πώς ὁ ἅγιος ἀναφέρετε σέ παρά κανόνας χειροτονηθέντας ἱερεῖς καί ὄχι γιά θέματα αἱρέσεως, παραθέτουμε τήν ι’ ὑποσημείωση εἰς τά προλεγόμενα ἐν γένει περί τῶν ἱερῶν Κανόνων τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου: Ὅτι τὰ περισσότερα ἐπιτίμια, τὰ ὑπὸ τῶν κανόνων διοριζόμενα, τρίτου προσώπου ὄντα, προστατικοῦ μὴ παρόντος, ἐξ’ ἀνάγκης χρειάζονται καὶ β’ πρόσωπον παρὸν (ὅπερ ἐστὶν ἡ σύνοδος) διά νά ἐνεργηθοῦν.)
Θά μποροῦσαμε νά τραβήξουμε τόν λόγω καί νά ἀναφέρουμε καί ἀποσπάσματα πρακτικῶν καί κανόνων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους (3η, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η) ὅπου θά ἀποδείκνυαν τό αὐτό. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἐπί τοῦ θέματος. Τά μυστήρια λοιπόν ἐπειδή δέν ἔχουν χάσει τήν ἐνέργειά τους καί τελοῦνται ἀπό τούς ἀκρίτως αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, εἶναι εἰς κρίμα καί κατάκριμα γιά αὐτούς πού μετέχουν σέ αὐτά. Ὅπως ὅταν ὁ πιστός προσέρχεται στήν Θεία Κοινωνία ἀπροετοίμαστος, χωρίς ἐξομολόγηση καί μετάνοια, κοινωνεί μέν Χριστό, ἀλλά ὄχι πρός φωτισμόν τῆς ψυχῆς του, ἀλλά εἰς κατάκριμα, ἔτι καί ἔτι αὐτό συμβαίνει ὅταν κοινωνεῖ χωρίς νά ἔχει τήν ὀρθή πίστη, ἡ ὁποία πίστη του ταυτίζετε μέ αὐτήν τοῦ ἐπισκόπου ὅπου μνημονεύει. Διά αὐτόν τόν λόγο δέν συμμετέχουμε στίς λειτουργίες τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν, ὄχι λόγῳ τῶν μυστηρίων, ἀλλά λόγῳ τῆς κοινωνίας εἰς τήν αἱρετική πίστη ὅπου διδάσκουν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ὄλο αὐτό τό θέμα μᾶς παραπέμπει γιά μία ἀκόμη φορά στήν αἱρετική καί βλάσφημη ἐκκλησιολογία τοῦ Ἰωάννου Ζηζιοῦλα καί Βαρθολομαῖου Ἀρχοντώνη περί ἐπισκοποκεντρισμοῦ, καί θείας λειτουργίας, τῆς ὁποίας κάναμε μία ἐλάχιστη ἀναφορά λίγο παραπάνω.
Ὅσον ἀφορᾶ αὐτούς πού ὑποστηρίζουν ὅτι τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα καί γιά αὐτό δέν πρέπει νά πηγαίνουμε στούς ναούς, αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία κατά τού Ἁγίου Πνεύματος, καί παραποίηση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, διότι ὁ λόγος πού οἱ πιστοί ἔκοβαν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς πρίν τούς καθαιρέσουν ἤταν οἱ κακοδοξίες πού ἐκήρρυσαν καί ὁ μολυσμός πού ἐπίφερε αὐτή, καί ὄχι ἡ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων. Καί ἐν τέλει, τό πότε εἶναι ἔγκυρα ἤ ἄκυρα τά μυστήρια, αὐτό εἶναι στήν δικαιοδοσία μόνο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, καί ὄχι δική μας.
Τέλος παρατίθετε μέρος τοῦ ψηφίσματος ἀπό τήν μεγάλη κληρικολαϊκή σύναξη ὅπου ὀργανώθηκε ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κρητῶν, γιά νά καταδείξουμε πώς ὄχι μόνο δέν μιλήσαμε γιά ἀνυπόστατα μυστήρια, ἀλλά καί ἐφαρμόζοντας τήν Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀπορρίπτουμε τούς ἀδελφούς μας ὅπου δέν ἔχουν ἀποτειχιστεῖ ἀπό τήν αἵρεση ἀλλά τό φρόνημά τους εἶναι Ὀρθόδοξο καί μάχονται ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρίς ὄμως αὐτό νά μᾶς ἐμποδίζει νά κρατούμε τήν ἀκρίβια γιά τούς ἐαυτούς μας, δίνοντας ἔτσι παράδειγμα γιά τούς ἄλλους, καί ἐκπληρώνοντας τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, καί τήν πράξη τῶν ἁγίων. »
«Εἴμαστε συνοδοιπόροι καὶ συναγωνιστές μὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς ποὺ ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων τους ποὺ ὑποστηρίζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ δὲν καταδικάζουν τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, καὶ περιμένουμε καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς μας μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀφοῦ ὡριμάσει μέσα τους ὁ καρπὸς τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ἀντίστασης, νὰ ἀκολουθήσουν, διακόπτοντας καὶ αὐτοὶ τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν.»
Ὡς ἐκ τούτων, ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἀπανταχοῦ Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:
Νά συγκροτηθεῖ Ὀρθόδοξη Σύνοδος καταδίκης τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, πρὸς ἀποφυγὴ σχισμάτων καὶ διαιρέσεων τῶν πιστῶν.
Ἐπίλογος
Εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι ἀπὸ τὸ νὰ μὴ διαστέλλουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς σύμφωνα μέ τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὅλοι μολυνόμεθα ἀπὸ τὴν αἵρεση, καί συνεπώς χωριζόμεθα ἀπό τόν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ χωρισμός ἀπό Αὐτόν εἶναι θάνατος καί αἱώνια κόλαση, εἴτε γίνετε διά τῆς ἀμαρτίας, εἴτε γίνετε ἔτι καί ἔτι διά τῆς αἱρέσεως. Ἡ ψυχή ὅλου τοῦ ἀγῶνος κατά τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως καὶ κάθε αἱρέσεως, εἶναι ἡ διακοπή κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεσι καὶ τοὺς αἱρετικοὺς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεραπείας. Σὲ κάθε ἀσθένεια τὸ θεραπευτικὸ ἔργον τοῦ ἰατροῦ εἶναι α) ἡ διάγνωσι τῆς ἀσθενείας β) ἡ θεραπεία της, καί γ) ἡ τελεία ἀποκατάστατις. Ἐὰν οἱ πνευματικοὶ ἰατροὶ - οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας - μένουν μόνον στὸ πρῶτον στάδιο τῆς διαγνώσεως, τοῦτο ὄχι μόνον εἶναι ἀνώφελον ἀλλά καί καταστρεπτικόν. Τὸ νὰ ἀρκούμαστε στὴν διάγνωση τῆς αἱρέσεως γράφοντας θεολογικὰ κείμενα, διοργανώνοντας ὁμιλίες, συνάξεις, ἡμερίδες μέ τό νά τήν καταγγέλουμε ἀλλὰ μὴ προχωρόντας στὴν ἀντιμετώπιση της, συμβάλλουμε καί ἐμεῖς στήν ἐξάπλωσή της καί τελικῶς στήν ἐπικράτησή της. Χρειάζετε νά δράσουμε ἁγιοπατερικά, ἀποκόπτοντας αὐτήν ἀπό τό σώμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή καμμία αἱρεση δέν εἶναι ἀκέφαλη ἀλλά ἀπό κάποιον κηρύσσετε (βλέπε 15ο κανόνα ΑΒ Συνόδου Ἁγίου Φωτίου) ἀποκόπτουμε τά αἵτια τῆς αἱρέσεως, δηλ. τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τόν αἱρετικό πατριάρχη βαρθολομαῖο Ἀρχοντώνη, ἀλλά καί ὅσους πλέον ἀποδέχονται τήν σύνοδο τῆς Κρήτης καί κοινωνούν μεταξύ τους, σταματώντας τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς καί ὅσους σιωπηλώς συμφωνούν μαζί τους, περιμένοντας μία ὀρθόδοξη σύνοδο ἡ ὁποία τελεσιδίκως θά τούς καταδικάσει καί ἀφορίσει.
Δυστυχώς, στήν ἐποχή μας, πολλοί κατ’ ἐφημισμόν θεολόγοι, ὑποστηρίζουν ἀντιπατερικά καί μεταπατερικά, πώς ἡ διακοπή μνημοσύνου ἐπιφέρει σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ἤ στήν καλυτέρα τῶν περιπτώσεων, δέν εἶναι ὑποχρεωτική. Αὐτοί, πίπτουν στήν αἵρεση τοῦ δυνητισμοῦ, δηλαδή στήν εἰσαγωγή ἐνός Οἰκουμενιστικοῦ τύπου σχετικισμοῦ στόν χώρο τῆς παράδοσης καί εἰδικά στήν ἐρμηνία τῶν ἱερῶν κανόνων, αἱροντας ἔτσι τό θεολογικό τους ὑπόβαθρο τό ὁποίο χαρακτηρίζετε ὄπως ρητᾶ ἀναφέρει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν ἐπίπνοια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ὁποία δέν γνωρίζει χρόνους καί καιρούς, ὅπως διατυπώνετε καί ἐκφράζετε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἀκυρώνουν τόν ἀγώνα τῶν Ἁγίων ὅπου ἐπισφραγίσθει μέ τό αἵμα τους, καί ὄπως οἱ οἰκουμενιστές, διδάσκουν ἀλλότρια τῶν Ἁγίων Πατέρων. Φυσικά αὐτή ἡ αἵρεση θά μπορούσε νά ὀνομασθεῖ καί ἐπιφανιακή, λόγω τοῦ ὅτι (δυστυχῶς) ὁ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὄχι μόνον τήν ὑπερασπίσθηκε ὠς τήν Ὀρθόδοξη γραμμή καί παράδοση τῶν Ἁγίων, ἀλλά προσπάθησε μέσω τοῦ βιβλίου του «Τά δύο ἄκρα», νά τήν ἐπιβάλλει στό Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καί δυστυχῶς τό κατάφερε σέ μεγάλο βαθμό.
Διά αὐτόν τόν λόγῳ, ὄχι μόνον οἱ αἱρετικοὶ οἰκουμενιστὲς, ἀλλά καί οἱ ἀκόλουθοι τῆς αἱρέσεως τοῦ δυνητισμοῦ, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καί κατηγοροῦν ὄλους ἐμᾶς ὅπου ἀκολουθούμε τίς παραδόσεις καί τίς ἐπιταγές τῶν ἁγίων καί θεοφόρων πατέρων, λέγοντας ὅτι ‘’δημιουργοῦμε σχῖσμα καί πώς βγάζουμε ἐαυτούς ἐκτός Ἐκκλησίας, πώς ἔχουμε ἄκυρα μυστήρια, βλασφημόντας ἔτσι κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο καί μόνον ἐπειδὴ διακόπτουμε τὴν κοινωνία μέ αὐτούς, καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε στὴν ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως. Μάλιστα μερικοί ἀπό αὐτούς τολμοῦν καί μᾶς ὀνομάζουν σχισματοαιρετικούς!! Ἐμεῖς τὸ πτωχὸ καὶ μικρὸ ποίμνιο προτιμοῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαχρονικὴ ἱερὰ παράδοση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, γενόμενοι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατρᾶσι»·. Ἄς ἔχουμε πίστη σταθερὴ καὶ μέ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅστις μᾶς ὑποσχέθηκε διὰ τὴν ὄντως Ἐκκλησία Του ὅτι καὶ «πῦλαι ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», ἄς μὴν λιγοψυχούμε ἀλλὰ ἄς μείνουμε στερεοὶ μὲ τὴν χάρι Του, ἔστω καὶ ἄν ὅλοι μᾶς ἐγκαταλείψουν καὶ μείνουμε μόνοι μας, ἀκολουθόντας ὅμως τόν Παῦλο ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε «Τὰ πάντα σκύβαλα ἡγοῦμε ἵνα Χριστὸν κερδίσω».
Τέλος, γιά αὐτούς ὅπου θέλουν νά συμπορευθοῦν μέ τό πλήθος καί τίς δυστυχῶς οἰκουμενίζουσες συνόδους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀφήνουμε τόν Ἅγιον Θεόδωρο τόν Στουδίτη νά ἀπαντήση ἔτσι ὄπως οἱ ἄγιοι γνώριζαν καί ἔπραταν.
« Ἀλλὰ ἐσὺ, προτίμησε ἄν θέλεις ἀντὶ γιὰ τὸν Νῶε ποὺ σώζεται τὸ πλῆθος τῶν πνιγμένων. Συγγνώμη ἀλλὰ ἐγὼ θὰ μπῶ στὴν Κιβωτὸ μὲ τοὺς λίγους.Καὶ πάλιν ἄν θέλεις, βάλε τὸν ἑαυτό σου μέ τοὺς πολλοὺς τῶν Σοδόμων, ἀλλὰ ἐγὼ θὰ συμπορευθῶ μέ τὸν Λὼτ ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς ὄχλους, ἔστω καὶ ἄν εἶναι μόνος.Γιατὶ γιὰ ἐμένα τὸ πλῆθος ποὺ σέβομαι δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἔρευνα τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ παρέχει ἀποδείξεις…Ὄχι αὐτὸ ποὺ χαίρεται μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φυλάει τὴν πατρικὴ κληρονομιὰ..........Προτείνεις τὸν ὄγκο αὐτοῦ τοῦ πλήθους γιά νὰ στηρίξεις καὶ νὰ δικαιώσεις τὸ ψέμα;» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐπιστολὴ πρὸς Ναυκράτιον P.G. 99,1690).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει πώς «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς κακοὺς συνουσίαι ὡς νοσοποιοῖς χωρίοις…ὁ ἀὴρ λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια (ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία) μεγάλα ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν». (P.G. 96,353D)
Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς δίνει παραγγελία πώς « Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα ἤ πράσσων κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ φθορὰν προβάτου κατεργαζόμενος». (P.G.5, 912).
« Ὁ φθείρων τὴν πίστιν ἐν τῇ κακῇ διδασκαλίᾳ, ρυπαρὸς γενόμενος εἰς πῦρ ἄσβεστον χωρήσει ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ» (ἐν. ἀν. P.G, 5,657).
« Εἰ δὲ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μὲν ὀρθήν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις τόν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφὸν· ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν τοιοῦτον παραιτῆσθε».(Ε.Π.Ε. 12,400,31). Ὅποιος προσποιεῖται ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, δηλ. μὲ αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦν καὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ οἰκουμενιστὲς, αὐτὸν ἀρχικὰ νὰ τὸν προτρέπετε νὰ ἀπέχει ἀπὸ αὐτὴ τὴν συνήθεια τῆς κοινωνίας, καὶ ἐὰν μὲν σταματὴσει ἄς τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφὸν ἐὰν ὅμως ἐπιμένει νὰ φιλονικεῖ, (ἐμεῖς τοιαύτην συνήθεια δὲν ἔχουμε), τότε ἄς τὸν παρατήσουμε, (καὶ ἄς τὸν λυπηθεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου νὰ τοῦ δώσει μετάνοια).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης καί μέγας διδάσκαλος της Ἐκκλησίας μας λέγει:
« Ὅτι παρὰ πάντων πρέπει νὰ φυλάττωνται οἱ θεῖοι Κανόνες ἀπαρασάλευτα. Οἱ μὴ γὰρ φυλάττοντες, εἰς φρικτὰ ἐπιβάλλονται ἐπιτίμια». Ὑπάρχει πουθενὰ ἡ ἔννοια περὶ δυνητικῶν Kανόνων;
« Ταῦτα περὶ τῶν Κανόνων διετετάχθω ὑμῖν παρ᾿ ἡμῶν ὦ ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δὲ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καὶ εἰρὴνην ἕξετε. Ἀπειθοῦντες δὲ κολασθήσεσθε καὶ πόλεμον μετ᾿ ἀλλήλων ἀΐδιον ἕξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τὴν προσήκουσαν». ( Πηδάλιον σελ. 17, 19).
Τέλος ὁ Μεγάλος Βασίλειος ρητῶς καταγγέλει πώς «Ὁ σιωπῶν ἐν καιρῷ ἀσεβείας εἶναι ἔνοχος γιά τὸ αἷμα τῶν ἁμαρτανόντων» ( P.G.31,1257).
Εὔχομαι ὄλοι μας νά ἀκολουθήσωμεν τό παράδειγμα τῶν ἀγίων, νά κρατήσωμεν τήν πίστην ὄπου ἐλάβομεν ἀκεραίαν καί ἀκαινοτόμητον, ἕστω καί ἀν χρειασθεῖ νά διωχθούμε μέχρι θανάτου, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά δώσουμε τήν καλή ἀπολογία ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει πάσα δόξα τιμή καί προσκύνησις, σύν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Γέροντας Σάββας ο Λαυριώτης
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΡΗΤΕΣ