Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Το φέρετρο γκρεμίζει σπίτια!!! (Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ)


Διαβάσαμε ένα «απίστευτο» περιστατικό μαγείας , που συνέβη στην Αφρική και το έχει εκδόση η «Ορθόδοξος Κυψέλη» στο βιβλίο «Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ» του μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου και το παραθέτουμε.


Η Ιεραποστολή καλλιεργεί ένα μεγάλο αγρόκτημα πλησίον του χωριού Λουανκόκο, που απέχει 32 χιλιόμετρα από το Κολουέζι. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού και ενίοτε άλλοι από άλλα γειτονικά χωριά εργάζονται εκεί για την καλλιέργεια του καλαμποκιού.


Προ μηνών, άνοιξης του 1999, ο υπεύθυνος του κτήματος γεωπόνος, ονόματι Τρύφων, ορθόδοξος Χριστιανός, μαζί με κάποιον άλλον πήγαν την νύκτα να κλέψουν πετρέλαιο από το τρακτέρ, που ήταν εκεί έξω. Ο νυκτερινός φύλακας, ονόματι Κατόκα, χριστιανός προτεστάντης στο θρήσκευμα, τους είδε και τους κατήγγειλε στον υπεύθυνο της Ιεραποστολής.

Από εκείνη την στιγμή στην καρδιά του γεωπόνου Τρύφωνος μπήκε το δαιμόνιο του μίσους και της εκδικήσεως εναντίον του Κατόκα, διότι τον κατήγγειλε στον προϊστάμενο π. Μελέτιο.

Ο Κατόκα στους μήνες Μάιο και Ιούνιο είχε μπει στο νοσοκομείο για σοβαρά προβλήματα υγείας και για εγχείρηση προστάτη. Κατόπιν επέστρεψε στο Λουανκόκο κοντά στους δικούς του, για ανάρρωση. Αυτήν την ευκαιρία βρήκε κατάλληλη ο Τρύφων σε συνεννόηση με άλλους δύο μάγους του χωριού και αυτούς επίσης ορθοδόξους Χριστιανούς, τον Γεώργιο και τον Χρυσόστομο για να πάρουν τις «γενεές» αποφάσεις τους.

Τις νύκτες, μεσάνυκτα, ανέβαιναν σε μια μυρμηγκοφωλιά, (τερμητιέρα), στην γλώσσα τους λέγεται KISUKULU που είναι λοφίσκος 3-4 μέτρων, και εκεί πάνω έκαναν τα μαγικά τους.



Στις 21 Ιουλίου 1999 με τα μαγικά τους σκότωσαν τον Κατόκα. Πρίν πεθάνει ο Κατόκα είχε πεί στα παιδιά του τα εξής παράξενα λόγια: «Αν πεθάνω με θέλημα Θεού δεν θα γίνει τίποτε μετά τον θάνατό μου, αν όμως μ’ έχουν θανατώσει άλλοι, θα δείτε τι θα επακολουθήσει μετά τον θάνατό μου». Ρώτησα τα παιδιά του τι εννοούσε λέγοντας αυτά και εκείνα μου απήντησαν τα εξής: «Όταν κάποιος θέλει να προειδοποιήσει τους δικούς του για ενδεχόμενα αίτια του μελλοντικού του θανάτου, δηλαδή αν κάποιοι με την δύναμη της μαγείας θα τον σκοτώσουν, κάνει το εξής δαιμονικό έργο.

Σχίζει το επάνω δέρμα του αριστερού χεριού του και με το αίμα του υπογράφει και κάνει συμφωνία με τον διάβολο να αποκαλύψει στους συγγενείς του, μετά τον θάνατό του, ποιοι τον σκότωσαν. Αν Πεθάνει με θέλημα Θεού, τότε αυτή η συμφωνία μένει ανενέργητη. Αν όμως μάγοι θα τον σκοτώσουν , οφείλει τώρα ο διάβολος ν’ αποκαλύψει αυτούς στους συγγενείς του νεκρού».

Αυτό λοιπόν είχε κάνει ο Κατόκα. Την Πέμπτη, ώρα 11 της 22ας Ιουλίου, παρέλαβαν 4 άνθρωποι τον νεκρό με το φέρετρο και με τα πόδια επορεύοντο προς τον τάφο, που απείχε 8 χιλιόμετρα μέσα στο δάσος. Τους ακολουθούσε ένα πλήθος από 500 άτομα που είχαν έλθει από τα γύρω χωριά.

Όταν έφθασαν στον τάφο συνέβη κάτι το πρωτοφανές. Το φέρετρο κόλλησε στους ώμους των ανθρώπων και δεν κατέβαινε κάτω για να γίνει η ταφή του. Αντίθετα, έγινε το ίδιο ο αρχηγός τους και τους κατεύθυνε, όπου αυτό ήθελε. 

Μάλλον, βέβαια, όπου ήθελε ο διάβολος. Τους παρέλαβε και με ταχύτητα τους επέστρεφε πίσω. Όλος κόσμος ακολουθούσε το φέρετρο, το οποίον τους οδηγούσε, όπου εκείνο (ο διάβολος δηλ.) ήθελε. Περνούσαν ανάμεσα από δάση, αγκάθια, λακκούβες και ρεματιές τρέχοντας. Όταν το φέρετρο έφθασε και πέρασε το πρώτο χωριό που λέγεται Μαπέντο συνέβη άλλο συγκλονιστικό γεγονός.

Οι δολοφόνοι – μάγοι εγνώριζαν τα τερτίπια του αφεντικού τους, του διαβόλου, γι’ αυτό με άλλα μαγικά επεχείρησαν να αναχαιτίσουν και εμποδίσουν , εάν ήτο δυνατόν, την επιστροφή του φερέτρου. Και τι έκαναν; Ύψωσαν ένα δίκτυ ψαριών των 100 μέτρων κατά μήκος του δρόμου απ’ όπου θα περνούσε το φέρετρο και τα άκρα του τα έδεσαν σε δένδρα. Πράγματι έφθασε εκεί το φέρετρο και δεν μπορούσε να περάσει. Αλλ’ όμως προχώρησε κατά μήκος του δικτυού και πέρασε από το ακρινό σημείο, όπου κατέληγε.

Έτσι συνέχισε την πορεία του ακάθεκτα αναγκάζοντας τους ανθρώπους, που είχαν κολλήσει επάνω του να τρέχουν. Τριακόσια μέτρα πριν φθάσει στο χωριό, από όπου ξεκίνησε, δηλ. το Λουανκόκο, σε ένα σημείο το φέρετρο σταμάτησε και στάθηκε όρθιο. Στο σημείο εκείνο είχαν κρύψει μαγικά. Ο διάβολος μετέφερε εκεί το φέρετρο, το οποίον στάθηκε όρθιο για να αποκαλύψει στους συγγενείς του νεκρού τα κρυμμένα μαγικά των δολοφόνων του. Κατόπιν ανέβηκε στις πλάτες των ανθρώπων και μπήκε σε λίγα λεπτά στο χωριό. Χωρίς καθυστερήσεις πλησίασε ένα σπίτι ( το σπίτι του πρώτου δολοφόνου μάγου) και γκρεμίζοντας με πάταγο τον τοίχο μπήκε μέσα μαζί με τους μεταφορείς του και κάθισε πάνω σ’ ένα κρεβάτι.



Οι άνθρωποι, σύμφωνα με τα έθιμά τους σκέπασαν το φέρετρο για να ξεκουρασθεί δήθεν ο νεκρός. Κοντά ακολουθούσαν και τα παιδιά του, τα οποία, όπως κατόπιν μου είπαν, άκουγαν τον πατέρα τους (σημείωσε τον διάβολο) να αγκομαχεί μέσα στο φέρετρο. Τώρα, έλεγαν, επήρε μια δυνατή ανάσα και ξεκουράζεται. Οπότε εκείνα τον ρωτούσαν: «Πατέρα, πες μας ποιος σε σκότωσε; Τι θέλεις να σου κάνουμε; Πήγαινε μας εσύ, όπου θέλεις». Στάθηκε εκεί το φέρετρο λίγα λεπτά και κατόπιν ανέβηκε στις πλάτες των τεσσάρων και βγήκε έξω για ν’ αποκαλύψει και τους άλλους δολοφόνους του νεκρού. Εδώ βλέπουμε την μισανθρωπία του διαβόλου. Ο ίδιος οδήγησε τους μάγους να σκοτώσουν τον άνθρωπο και τώρα πάλι ο ίδιος ο διάβολος στο ίδιο επεισόδιο έρχεται ν’ αποκαλύψει τους μάγους για να χωρίσει τους ανθρώπους σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις και να τους προκαλέσει εμφύλιο σπαραγμό.

Το φέρετρο, λοιπόν εν συνεχεία κατευθύνθηκε σε άλλο σπίτι, γκρέμισε την πόρτα μαζί με την κάσα και μπήκε μέσα. Έψαχνε τον δεύτερο μάγο, ο οποίος τον είχε ήδη αντιληφθεί και είχε κρυφθεί σε μια άλλη καλύβα. Βγήκε το φέρετρο έξω, τον κυνήγησε, του έδωσε ένα δυνατό κτύπημα στο στήθος και τον πέταξε κάτω. Κατόπιν κατευθύνθηκε στο τρίτο σπίτι. Δεν ήταν σπίτι, αλλά μια χορτοκαλύβα με πασάλους και λάσπη, ενώ η στέγη της ήταν σκεπασμένη με χόρτα. Ο τρίτος μάγος μόλις έβγαινε από την πορτίτσα της καλύβας. Το φέρετρο τον κτύπησε στο στήθος κα μαζί του έπεσε κάτω και ολόκληρη η χορτοκαλύβα.



Οι κάτοικοι των ειδωλολατρικών εκείνων χωριών που γνωρίζουν τις μηχανουργίες του διαβόλου, αμέσως συνέλαβαν τους τρείς μάγους, ( τον Τρύφωνα, τον Γεώργιο και τον Χρυσόστομο) αυτούς που κτύπησε το φέρετρο, τους έδεσαν και τους ρώτησαν αν αυτοί σκότωσαν τον νεκρό. Δεν ήταν δυνατόν ν’ αρνηθούν, διότι ο νεκρός (λέγε καλλίτερα ο διάβολος) τους απεκάλυψε. Το φέρετρο κατόπιν πήγε και στάθηκε στο πατρικό σπίτι, δήθεν για να ξεκουρασθή, όπως λένε εκεί οι κάτοικοι. Μόνο του κατόπιν έφυγε κι ανέβηκε επάνω στην τερμητιέρα- μυρμηγκοφωλιά, από την οποία εκείνη την ημέρα έβγαινε συνεχώς καπνός και σύνεφο σκόνης. Προφανώς ανέβηκε στην μυρμηγκοφωλιά για ν’ αποκαλύψει στους άλλους τον τόπο, όπου οι μάγοι συγκεντρώνοντο και έκαναν τα μαγικά τους για να σκοτώσουν τον Κατόκα.

Οι κάτοικοι μας πληροφόρησαν κατόπιν ότι κι άλλες φορές στο παρελθόν έβλεπαν σύννεφο καπνού να βγαίνει από την κορυφή της τερμητιέρας, αλλά δεν μας έλεγαν τίποτε, διότι ούτε αυτοί ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, εφ’ όσον οι μάγοι τις νύκτες έκαναν μυστικά τα μαγικά τους. Μάλιστα κατέπληξε τους πάντες το γεγονός ότι στάθηκε το φέρετρο γι’ αρκετή ώρα όρθιο και κατόπιν κατέβηκε και στάθηκε στον πεδινό χώρο. Οι συγγενείς του νεκρού ζήτησαν τις αναγκαίες αποζημιώσεις για την εγκληματική αυτή πράξη των μάγων. Το φέρετρο παρέμεινε κάτω κι έγινε πλέον ασήκωτο μέχρις ότου οι μάγοι φέρουν ότι έχουν και δεν έχουν για να ικανοποιήσουν δήθεν τον νεκρό.

Έφεραν και εναπέθεσαν λοιπόν οι μάγοι πλησίον του φερέτρου κουβέρτες, γιδοπρόβατα, ραδιομαγνητόφωνα, χρήματα και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στην καλύβα τους. Κριτήριο ικανοποιήσεως του νεκρού θα είναι όταν το φέρετρο γίνει ανάλαφρο και μπορούν ύστερα να θάψουν τον νεκρό. Μα το φέρετρο δεν σηκωνόταν. Ο διάβολος τους έφερε σε αδιέξοδο. Αμέσως έστειλαν ένα ορθόδοξο νεαρό Χριστιανό μας με ποδήλατο στο Κολουέζι. Μας είπε ότι «μέγα πρόβλημα μας απασχολεί». Εκείνη την ώρα ο π. Μελέτιος απουσίαζε για Εσπερινό και κήρυγμα σε ένα χωριό της περιοχής μας. Ήμουν τότε εκεί και εγώ. Εκάλεσα δύο ντόπιους ιερείς, τους ανακοίνωσα το περιστατικό κι αποφασίσαμε το ταχύτερο να φθάσουμε στο χώρο της τραγωδίας τους. Πήραμε μαζί μας Αγιασμό, Άγια Λείψανα, το Ευχολόγιο στα σουαχίλι, θυμιατό, 2-3 εργάτες μας και ξεκινήσαμε. Σε μία ώρα φθάσαμε στο χωριό. Όλοι οι άνθρωποι ήταν όρθιοι και αλαφιασμένοι. Το φέρετρο βρισκόταν ανάμεσά τους, εν’ω οι τρείς μάγοι μπροστά στην κεφαλή του νεκρού και γονατιστοί.

Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα αυτό το θέαμα. Δεν ήξερα τι συνέβαινε. Τους είπα με αυστηρό ύφος: «Κάνετε ησυχία και να μας ειπεί ένας από εσάς τι συμβαίνει». Αφού άκουσα συνοπτικά τα γεγονότα, είπα στους ιερείς μας και σε όσους ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί μας να γονατίσουν όλοι γύρο από το φέρετρο να κάνομε προσευχή.

Οι ιερείς έβαλαν «Ευλογητός…», το Τρισάγιο και στην συνέχεια τους είπα και διάβασαν τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Κατόπιν έριξε Αγιασμό μέσα στο λεκανάκι που οι μάγοι είχαν κάνει τα μαγικά τους και ψάλλοντας το: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου…» εράντισε τον νεκρό και κατόπιν τους παρισταμένους. Εκείνοι, σχεδόν όλοι ειδωλολάτρες, ενόμισαν ότι είμαστε μάγοι και απομακρύνθηκαν φοβισμένοι, όταν ι π. Ιάκωβος τους εράντισε.



Αργότερα μερικοί εργάτες μας έλεγαν κατόπιν ότι άκουγαν σχόλια κατά την ανάγνωση των ευχών από άλλους που έλεγαν: «Δεν θα μπορέσουν οι παπάδες τους να κάνουν τίποτε. Δεν θα μπορέσουν ν’ αναγκάσουν το φέρετρο να τους ακολουθήσει».

Μετά την απόλυση των ευχών, είπα στους μάγους και στους άλλους: «Πάρτε το φέρετρο κι ελάτε μαζί μας». Εν τω μεταξύ δεν ήξερα εγώ ότι αυτοί οι τρείς Χριστιανοί μας που εκάθοντο κάτω ήταν μάγοι. Βέβαια έβλεπα τα μάτια τους κατακόκκινα, ωσάν να έβγαζαν φλόγες, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστεύσω ότι αυτοί σκότωσαν τον νεκρό. Ο Τρύφων ήταν συνεργάτης μας, γεωπόνος και υπεύθυνος του αγροκτήματος, ο δεύτερος, ο Γεώργιος ήταν ο κατηχητής του χωριού μας Λουανκόκο και ο τρίτος ήταν φύλακας του χωριού. Μου ήταν αδύνατον λοιπόν, να πιστεύσω ότι αυτοί ήταν εγκληματίες. Γι’ αυτό, όταν τους είπα: «Πάρτε το φέρετρο…», αυτοί τα ‘χασαν. Προσπάθησαν να σηκωθούν, αλλά δεν ημπορούσαν. Εφοβούντο τάρα ν’ αγγίσουν το φέρετρο. Καθώς έμαθα κατόπιν, οσάκις δοκίμαζαν να σηκωθούν για να πάνε λίγο πιο πέρα, αμέσως το φέρετρο σηκωνόταν και τους κτυπούσε και τους ανάγκασε να είναι κάτω δεμένοι με αόρατα δεσμά.

Με φωνή λοιπόν ισχυρά και αυστηρή τους ξαναρώτησα: «Ποιος είναι ορθόδοξος Χριστιανό ανάμεσά σας για να πάρει το φέρετρο; Απήντησαν μερικοί νεοί:
-Εγώ, πάτερ, εγώ πάτερ…
- Πάρτε το φέρετρο και βάλτε το επάνω στο αυτοκίνητο. Πράγματι το άρπαξαν λοιπόν, χωρίς την παραμικρή δαιμονική αντίδραση και το ανέβασαν στο αυτοκίνητο. Τότε αντιμετωπίσαμε μία άλλη ισχυρή αντίδραση των παιδιών του νεκρού που δεν μας άφηναν να κάνουμε εκείνη την στιγμή την ταφή του πατέρα τους. Επενέβη ο π. Ιαάκωβος. Ανέβηκε ψηλά επάνω στο αυτοκίνητο και τους ωμίλησε θαρραλέα και αποφασιστικά. Ο π. Ιάκωβος έχει το χάρισμα από τον Θεό να ειρηνεύει και συμφιλιώνει τους διαπληκτιζόμενους ανθρώπους και με την πατρική του στοργή και απλότητα να τους ειρηνεύει και με τον Θεό. Σε κάθε κίνδυνο που θα μας εύρει, θα τρέξει να βοηθήσει. Παλαιότερα, σαν νεαρός ειδωλολάτρης, ήταν κυνηγός αγρίων ζώων του δάσους. Τώρα τον κάλεσε ο Θεός να γίνει κυνηγός των ανθρωπίνων ψυχών για την αιώνια σωτηρία τους.

Ο π. Ιάκωβος, λοιπόν, και τώρα ειρήνευσε τα μανιασμένα ειδωλολατρικά πλήθη. Συγκατετέθησαν να γίνει αμέσως η ταφή, παρότι είχε αρχίσει να νυκτώνει. Επάνω στο αυτοκίνητο, αν ήταν δυνατόν, ήθελαν ν’ ανεβούν όλοι οι άνθρωποι. Τελικά ανέβησαν μόνο 15 και σε λίγο φθάσαμε στον τάφο. Μερικοί απ’ αυτούς έλεγαν στους εργάτες μας: «Τώρα θα ιδούμε, θα μπορέσουν οι παπάδες σας να βάλουν το φέρετρο στον τάφο ή θα γυρίσει πίσω, όπως χθές»;

Φθάσαμε νύκτα στον τάφο. Παντού ησυχία μέσα στην αφρικανική ζούγκλα. Ρίξαμε Αγιασμό μέσα στον τάφο, τον σταυρώσαμε με τ’ Άγια Λείψανα και ψάλλαμε λίγα τροπάρια της κηδείας. Οι Χριστιανοί μας, προς γενικήν κατάπληξιν των παρισταμένων, κατέβασαν το φέρετρο ανάλαφρο μέσα στον τάφο, το σκέπασαν με το χώμα, έβαλαν τον σταυρό στην θέσι του και είμασταν έτοιμοι για αναχώρηση. Απόλυτη σιωπή είχε ξαπλωθή ανάμεσά τους μ’ αυτά τα θαυματουργήματα της Αγίας Πίστεώς μας. Επαναφέραμε τους ανθρώπους στις καλύβες τους. Τους συστήσαμε ησυχία και αποφυγή κάθε διαμάχης. Όλοι τους κάθισαν καθ’ ομάδες γύρω από αναμμένα ξύλα και ξενύχτισαν, σύμφωνα με τα έθιμά τους. Εμείς επιστρέψαμε αργά την νύκτα στο Κολουέζι ικανοποιημένοι για τα θαυμάσια της Πίστεώς μας.



Οι άνθρωποι μέχρι τώρα ενόμιζαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια από τις συνηθισμένες προτεσταντικές Κοινότητες, που θα ημπορούσαν να περιγελάσουν, να εξαπατήσουν ή να αμφισβητήσουν την δύναμί της. Τα σημεία που είδαν με τα μάτια τους, την αναχώρηση των δαιμόνων από τον νεκρό, την υπάκουη και ανεμπόδιστη μεταφορά και ταφή του φερέτρου τους εδίδαξαν πολλά. Διδάχθηκαν έτσι και στην Αφρική, ότι η Ορθοδοξία είναι μία μυστηριώδης Δύναμις, μία υπερφυσική Εξουσία, ένας ακαταμάχητος καταπέλτης και κατά στροφέας των δαιμονικών δυνάμεων. Γι’ αυτό τώρα αρχίζουν να την φοβούνται, να την υπολογίζουν, να την φωνάζουν σε βοήθεια, όταν τ’ άλλα δόγματα αδυνατούν να δαμάσουν και εκδιώξουν τα πονηρά πνεύματα.

Καιρός να αναφωνήσουμε: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου…»



ΠΗΓΗ